Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Ποιήματα -Δημοτικά τραγούδια -ριζίτικα για το Αρκαδικό ολοκαύτωμα

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΚΡΗΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ [1]    Στην ποιητική συλλογή του πολυγραφότατου Ρεθύμνιου ... thumbnail 1 summary
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΚΡΗΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
[1]   Στην ποιητική συλλογή του πολυγραφότατου Ρεθύμνιου ποιητή Σπύρου Τίτου Λίτινα Κρητικές Ρίμες – Η μάνα η Κρήτη, Αθήνα, Αύγουστος 1977 (το πρώτο βιβλίο του), σελ. 102, υπάρχει τετράστιχο ποίημα, σε ύφος επιγράμματος μέσα σε σειρά πολλών παρόμοιων με ηρωικά και λαογραφικά θέματα, για το αρκαδικό δράμα:

Αρκάδι

Με την Καρδιά στον τόπο τζη, μα την Ψυχή στ’ αδόδια,
τ’ αμάθια σε ονειρόπαρμα, ψηλά, αναντρανιστά,
διάχνει ο Γιαμπούς κατά βουλή, που δε γατέχει εμπόδια:
– Γή Ένωση γή Θάνατον. – Ούλοι μαζύ! – Φωθιά!

[2]    Στη θρυλική συλλογή του Γιώργη Καλομενόπουλου Ποιήματα, Αθήνα 1964 (κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατο του σπουδαίου Ρεθεμνιώτη ποιητή), εντοπίζουμε αρκετές αναφορές στο Αρκάδι. Μία από αυτές είναι το ομώνυμο ποίημα, «Αρκάδι».

Αρκάδι.

Μουντό το δείλι απλώνει τα φτερά του
κι’ απ’ το πρωί λυσσομανάει  η μάχη,
φωνές, οχλαλοή, πνοή θανάτου.
Ορθοί στα  μετερίζια οι καστρομάχοι.

Και μες στο χαλασμό η φωνή του Ιμάμη
- «Θα πατηθή τ’ Αρκάδι πριν νυχτώσει
κι’ όποιος ρωμηός δεν θέλει να πεθάνη
ας προσκυνήση. Έτσι θα γλυτώση».

Ο Γούμενος φρενιάζει. «Ποιος προστάζει
μουρτάτες να γενούμε; Όσο και νάναι
τ’ ασκέρι σας πολύ, δεν μας τρομάζει.
Το Κάστρο Διγενήδες το κρατάνε!".

Ξάφνου μια λάμψι! Πύρινη, φιδίσια
μια φλόγα σκίζει τ’ αλαφρό σκοτάδι
και του Γιαμπού η φωνή παληκαρίσια:
- «Να πώς πατιέται άπιστοι τ’ Αρκάδι!».

[3]   Στη συλλογή του λαϊκού ποιητή από την Κρύα Βρύση Αγίου Βασιλείου Μιχάλη Γεωργ. Βαβουράκη Κρητικές Μαντινάδες, Ρίμες και Ριζίτικα, τέταρτη έκδοση, βελτιωμένη – συμπληρωμένη, σελ. 119, εντοπίζουμε το ποίημα του συγγραφέα, υπό μορφή ριζίτικου τραγουδιού:

Ηράκλειο, 2.2.1990

Στ’ άλογο καβαλίκεψε, ζώσου και τ’ άρματά σου
και γίνου μαύρος κεραυνός, να κατεβείς στ’ Αρκάδι,
γιατί πολιορκεί η Τουρκιά, γυναίκες, νιους και γέρους.
Το Γιαμπουδάκη τον Κωστή, Γούμενο, Καλογέρους.
Η Παναγία κι ο Χριστός, να ’ναι μαζί σου γιε μου,
να μην αφήσεις τσ’ άπιστους, να σπάσουνε την πόρτα.
Αρκάδι, κάστρο θρυλικό.


[4]  Στο βιβλίο της ποιήτριας Άννας Σκανδαλάκη από τα Σαχτούρια Αγίου Βασιλείου Αλλοτινοί μου στοχασμοί κι αγάπες μου μεγάλες, Χάρακας Μονοφατσίου 2015, εντοπίζουμε το ποίημα «Αρκάδι»:

Μαύρα τα χρόνια τση Τουρκιάς, με πόνους και φοβέρες,
κι  οι Κρητικοί επερνούσανε δυστυχισμένες μέρες.
Φωθιά κι ατσάλι εσκόρπανε του Τούρκο η μπιστόλα
και κάτω από τον ίσκιο τζη εξεψυχούσαν όλα.
Γιουρούσι κάνει ταχτικά του Μουσταφά τ’ ασκέρι
και προσπαθεί την Κρήτη μας στα μέτρα ντου να φέρει.
Να πάψει να ’χει μάθηση ο Κρητικός και πίστη,
ν’ απαρνηθεί την Παναγιά, μα και τον Παντοχτίστη.
Κι όμως ο κάθε Κρητικός όπλα δεν καταθέτει,
για κείνο πιάνει τα βουνά και στσ’ αστιβίδες θέτει.
Σιγά σιγά μαζώνουνται άντρες ξεδιαλεμένοι,
δεκάδες μπαρουτάσκαγα κι εκρηχτικά ζωσμένοι.
Για το Σουλτάνο αντίθετα η μέτρηση αρχίζει
και μ’ αίμα των αλλόθρησκω την Κρήτη μας ποτίζει.
Μπέτη με μπέτη γίνουνται μάχες στα χώματά μας,
για να τη χαίρομέστανε ούλοι τη Λευτεριά μας.
Τ’ Αρκάδι ’ναι κρυφή φωλιά για τσι καπεταναίους,
τσ’ άντρες απού ’χε η Κρήτη μας ετότες τσι γενναίους.
Χίλια οχτακόσα ήτονε τότες εξήντα έξι
και το Αρκάδι ο Μουσταφάς είχενε ξεδιαλέξει,
για να χτυπήσει αλύπητα και να το καταχτήσει
και μια ψυχήν αζωντανή μέσα να μην αφήσει.
Κλεισμένα γυναικόπαιδα είναι και καλογέροι,
μαντατοφόρο επέψανε, βοήθεια να φέρει.
Μα οι λυσσασμένοι τύραννοι το ’χουνε περιζώσει
κι όσοί ’ναι μέσα σίγουρα κιανείς δε θα γλιτώσει.
Ετότες την απόφαση ο Γιαμπουδής την παίρνει
κι όλους στα μπαρουτάσκαγα που φύλαγαν τσι φέρνει.
Κι ερώτηξένε δυνατά: «Νεκροί γ-ή σκλαβωμένοι;
Ένα απ’ τα δυο ’ναι σήμερο απού μας απομένει».
Κι όλοι φωνιάξαν τότεσάς: «Καλλιά νεκροί στον Άδη
παρά να πει ο Ιμπραήμ πως ’πάτησε ντ’ Αρκάδι».
Σαν τη λαμπάδα εκέντησε ντ’ Αρκάδι απ’ άκρη σ’ άκρη
κι ο Ψηλορείτης έβγαλε του θαυμασμού το δάκρυ.
Πανολεθρία πάθανε κι οι τύραννοι μεγάλη,
που δε μπορεί τέθοιο κακό ο νου’ μας να το βάλει.
Αγγέλοι εγίναν οι ψυχές εκείνω των αθρώπω
που κάηκαν κι ετίμησαν του Αρκαδιού τον τόπο.
Κι έχομεν υποχρέωση ούλοι να τσι τιμούμε,
να σκύφτομε την κεφαλή στ’ Αρκάδι όντε θα μπούμε.

Απού τ’ Αρκάδι μια φωνή πάντοτε θα γροικάται,
οχτρόν η κρητική ψυχή και Χάρο δε φοβάται.
Ούλου του κόσμου οι ξακουστοί, στ’ Αρκάδι όντε θα ’ρθούνε,
γίνουνται δούλοι ταπεινοί, σκύφτουν και προσκυνούνε.

Πηγή : imra.gr

[5]
«Στ’ Αρκάδι έχουν σύναξη του «Νάδη οι αντρειωμένοι»
τση Κρήτης οι σταυραετοί κι οι Καστροπολεμάρχοι
γιατί ‘φτασε το μήνυμα, το χαρωπό μαντάτο
πως έρχεται ο Μακάριος ο διαλεχτός της Κύπρου
να προσκυνήσει και να δει, ν΄ ακούσει και να μάθει
να πάρει γνώμη κι΄ ορμηνειά κι απ’  τα’  Αρκαδίου τη φλόγα
και να γυρίσει στο Νησί, ν’ αρχίσει τον Αγώνα.
Κι όλο και φτάνουν διαλεχτοί κάθε χωριού της Κρήτης
Καπεταναίοι κι Αρχηγοί και του πολέμου άντρες,
που με τη φούχτα φάγανε οκάδες το μπαρούτι
και πάλαιψαν πολλές φορές ολόρθοι με το Χάρο
και πολεμώντας πέθαναν χωρίς να νικηθούνε…
…Και σαν εφτάσαν όλοι τους και σαν καταλαγιάσαν
ο Γούμενος ο Γαβριήλ ανάλαφρα πετιέται
πάνω σε βράχο ριζιμιό σ΄ ένα ψηλό χαράκι
στο ένα χέρι του ο Σταυρός και το τουφέκι στ’  άλλο?
και με παληκαριού φωνή σε όλους δίνει διάτα:
«Λιοντάρι Δημακόπουλε, άτρομε Κορωναίε,
με τα σπαθιά σας κάμετε αψίδα να περάσει
ο Γιαμπουδάκης να πάει μπροστά να μολογά τη στράτα
Ζερβά Γούμενε Τσουδερέ, δεξιά Δασκαλογιάννη
πίσω ο γέρο Κόρακας κι ο Καπετάν Καζάνης
Ο Αδάμης νάρθει πλάϊ μου νάναι μαντατοφόρος
και με τη Σγουρομάλλινη να στέκει η Δασκαλάκη.
Εσύ Παπά-Μαρουλιανέ να πάρεις τη Σημαία
και νάσαι συμβουλάτορας τ’  Ακρωτηριού ο Προφήτης.
Όσοι ‘χουν ασημάρματα να πιάσουν μυτιρίζια
κι οι άλλοι οι αποδέλοιποι τριγύρα να βιγλίζουν
και σαν τον δήτε νάρχεται να κάμετε σημάδι
να ηχήσουν αναστάσιμα του Αρκαδιού οι καμπάνες.
Και σαν σιμώσει για να μπει στης εκκλησιάς την πόρτα
να τον φιλήσεις σταυρωτά, εσύ Δασκαλογιάννη
εσύ η ψηλότερη «κορφή της Κρητικής θυσίας»
και να του πεις πως το φιλί το δίνει όλη η Κρήτη
κι εγώ κρατώ την Κοινωνιά να τονέ μεταλάβω.
Τότε ας βροντήσουν τα’  άρματα που να σειστεί ο τόπος…
…Να πάει στην Κύπρο ο σεισμός κι η λάμψη των αρμάτων.
Να ξαφνιαστεί ο Τρόοδος κι ο Διγενής ν΄ ακούσει
ν’  αναρωτήσει και να πει, ο χαλασμός τι νάναι;
Και τότε να τ’  αποκριθεί ο γέρο-ψηλορείτης
«Όρκος στ’ Αρκάδι δίδεται για Σε Αδερφή μας Κύπρο»
(π. Κρητ. Εστία, 1957, σ. 3-4)

[6]    ΑΡΚΑΔΙ το 1866
(Δημοτικό τραγούδι)

Στα 1866 απάνω ακούσετε ήντα έκαμε η Κρήτη
Στο σουλτάνο, το πόλεμο αρχίσανε στα τρία βηλαέτια
στο Ρέθεμνος και στα Χανιά και η στο Κάστρο μέσα.
Την Τρίτη το ξημέρωμα στις 8 Νοέμπρη μέσα ενεμαζώκτηκε
η Τουρκιά στα Αρκάδι γύρου γύρου, κι ήρθε ο Μουσταφά
Πασάς με 20 χιλιάδες κι από μακριά φωνάζουνε προδώσετε ραγιάδες.
Κι οι Κρητικοί τος είπανε καλώς ήρθατ’ Αγάδες σήμερα
θ’ ανταλάξουμε αντρίστικα τσι μπάλες, 259 Κρήτες επολεμούσανε
γυναίκες, γέροι και παιδιά φουσέκια εκουβαλούσαν.
Μηνά στο Ρέθυμνο ο Πασάς και φέρνουν τη μπουρμπάδα
εμάδιενε τα γένια του πως δε θα κάμει πράμα,
Και του Γουμένου εμήνησε να πα να προσκυνήσει το μοναστήρι
Άκαυτο αν θέλει να τ’ αφήσει.
Γιουρούσι κάνει η Τουρκιά απάνω στα τειχιά του με τα θεόρατα……….
Θρονιά ν’ ανοίξουν τα κελιά του. Τότε φωνάζει ο Γιαμπουδής Ηγούμενε εβλόγα
κι είπε ο θεός εβλογητός και άναψεν η φλόγα.
Και σέρνει τη μπιστόλα του από το σερακλίκι σαν αστραπή
την άδειασε στην μπαρουταποθήκη. Τρόχαλος έγινε
η μονή κι εσείστει ο Ψηλορείτης, κι οι Τούρκοι ακόμη τρέμουνε οντε
γρηκούνε ΚΡΗΤΗ. (Δημοτικό Τραγούδι)



[7] ΑΡΚΑΔΙ
του Γιώργου Χατζηαναστασίου


Απ' τούς γενναίους τής φρουράς, Ηγούμενε, στο Αρκάδι,
στο άνισο, έξω, φονικό όλοι έχουν σκοτωθεί.
Πού τριγυρίζει Σε ο νους, σέ Θείο ποιο σημάδι,
το ανάπηρο εκκλησίασμα, πούμεινε, να σωθεί ;

Κι' όλο το ποίμνιο το θωρείς παρόμοιο Σου στη σκέψι,
μανούλες, γέροι, σκελετοί, τής μάχης τα. ορφανά.
Φτάσαν οι Τούρκοι! Τη Μονή την έχουν, πιά, κυριέψει!
Κι' Αυτοί τί βλέπουν νάρχεται Ψάλλοντας Ωσαννά! !

Για ποια εκδίκηση Γαβριήλ, προσεύχεστε αντάμα;
Πώς θάβρει ό σκλάβος λυτρωμό κι' ό πόθος ό κρυφός;

…………………………………………………..

Μα, να! ανοίξαν οι ουρανοί! ξανάγινε το θάμμα!
σαν μπήκαν, Τούρκοι, άστραψε! Το Αρκάδι έγινε φως!

Τη φλόγα πού απ' Τού Σαμουήλ χύμηξε το μπαϊράκι,
κι' άναψε Του Μεσολογγιού πελώριο το δαυλό,
μ' αυτήν, Εσένα, διάλεξε, "ή Δόξα, Γιαμπουδάκη,
να φέξεις με ολοκαύτωμα τής Κρήτης το γιαλό.

Τώρα, στα πέλαγα - μακρυά, και πιο ψηλά, στα ουράνια,
σ' ένα ξεφάντωμα ρυθμών καμπαναριό σφαδά
από τα βόλια Του Αρκαδιού, πού ηχούν με περηφάνεια
τη Δόξα πού ανέστησε ή Κρήτη επαδά.

Έκδοσις «ΠΑΓΚΡΗΤΙΟΥ ΕΝΩΣΕΩΣ» 1976




Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.