Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Αφήγηση του διασωθέντος Ανδρέα Εμμ. Μπιρίκου

Αφήγηση του διασωθέντος Ανδρέα Εμμ. Μπιρίκου «Τρίτη μέρα αξέχαστα ήρθανε πρωί πρωί οι Τούρκοι στ’ Αρκάδι την ώρα που λειτουργούσανε. Εγ... thumbnail 1 summary
Αφήγηση του διασωθέντος Ανδρέα Εμμ. Μπιρίκου

«Τρίτη μέρα αξέχαστα ήρθανε πρωί πρωί οι Τούρκοι στ’ Αρκάδι την ώρα που λειτουργούσανε. Εγώ ήμουν δίπλα στο μπάρμπα μου το Γούμενο μέσα στην Εκκλησία και έρχεται ο βαρδιάνος και του λέει: «Γούμενε, το «Νίκη» επαίξανε στα Σκουλούφια και πέψε να δεις ανε φαίνωνται οι Τούρκοι». Ως τ’ άκουσεν ο Γούμενος έπεψε ένα ογρήγορο πολεμιστή κι οντεν εγύρισε εφώνιαξε απού τη πόρτα: «Ετοιμαστήτε, οι Τούρκοι όπου να ‘ναι φτάνουνε στο Μοναστήρι». Ετοτεσάς εγίνηκε στο Μοναστήρι μεγάλη φασαρία. Οι άντρες επιάσανε τ’ άρματα κι επήγανε στα μιτιρίζα και τα γυναικόπαιδα είπενε ο Γούμενος και μαζωχτήκανε στα κελλιά και στα Μεσοκούμια. Πολλοί ερρίχνανε μπαλωτές στον αέρα κι εφωνιάζανε «καλώς ωρίσετε».
Πριν κλείσουνε τσοι πόρτες του Μοναστηριού, εβάλανε μέσα ούλα τα ζωντανά κι απόεις εστελιώσανε την πόρτα με μεσοδόκια και πελέκια.
Απής εζώσανε οι Τούρκοι το Μοναστήρι εμήνυσε πάλι ο Πασσάς του Γουμένου να παραδοθούνε και δε μας κάνουνε πράμα, κι όντιμως μερικοί για να δοκιμάσουνε τσοι Τούρκους εβγάλανε στην Χανιώτικη Πόρτα από πάνω ένα Τουρκάκι πούχανε πιασμένο αποβραδύς κι ό,τι ώρα είδανε οι Τούρκοι το κοπέλλι του παίξανε και το σκοτώσανε κι αποκειδά εκαταλάβανε οι Χριστιανοί, είντα τύχη τσ’ ανήμενε.
Την πρώτη μέρα, στσ’ οκτώ του Νοέμπρη τσ’ έντεκα το βράδυ άλε τούρκα (5 μ.μ.) αρχίξανε να παίζουνε καννωνιές στην πόρτα, μ’ αυτή δεν επάθαινε κακό κι εφωνιάζανε οι γ’ εδικοί μας «α δε βαρειούνται, ας χτυπούνε μα κι η πόρτα και τα μπεντένια (τείχη) δεν πέφτουνε».
Το ίδιο βράδυ εξαναμήνυσε ο Πασσάς να παραδοθούνε κι όμως τσοι μαντατοφόρους του αρχίξανε στσοι μπαλωτές και φύγανε.
Τα μεσάνυχτα τσ’ ίδιας μέρας εφέρανε ένα μεγάλο καννώνι κι εστέσασίν το αντίκρυτα στη Χανιώτικη Πόρτα. Ξημερώματα στσ’ εννιά του Νοέμπρη εμάζωξε ο Γούμενος στην εκκλησιά τα γυναικόπαιδα και τσοι πολεμιστές κι εκειά γίνηκε ένα πράμα, που ώστε να ζω θα το θυμούμαι.
Έπαιρνε ο ένας τ’ αλλού συγχώρεση και εσίμωνε και τον εμεταλάβενε ο Γούμενος. Κι απόκειας ο Γούμενος εστάθηκε στην πόρτα τσ’ Εκκλησάς και μίλησε για την Πίστη, για την Πατρίδα, για το μεγάλο αγώνα και τη λευτεριά μας.
Το πρωί αρχίσανε οι Τούρκοι με τη μπουρμπάρδα κι επαίζανε τση πόρτας. Με πέντε – έξε καννωνιές εχαλάσανε την πόρτα. Από το χάλασμα αυτό εμπήκανε και πατήσανε οι Τούρκοι το Μοναστήρι…
Δυο λαγούμια είχανε ανοίξει οι Χριστιανοί, ένα στην ανατολική κι ένα στη δυτική μεριά. Όταν εμπήκαν πολλοί Τούρκοι, έβαλαν φωθιά στο λαγούμι της δυτικής μπάντας, μα δεν επήρενε φωθιά, γιατί είχε βραχεί το μπαρούτι.

Μια ώρα πέρασε από τότες, που μπήκανε οι Τούρκοι στ’ Αρκάδι και βάνει ο Κωστής ο Γιαμπουδάκης φωθιά με μπιστόλα στο μπαρούτι της κρασαποθήκης. Εμούχρωνε μπλειό (άρχισε να νυκτώνει), όταν βγήκε μια λάμψη θεόρατη κι ακούστηκε ένα βρούχος σα να παίξανε χίλια καννώνια, κι εσείστηκε η γης ούλη. Ο Γούμενος είχενε σκοτωθεί στην ταράτσα δυο ώρες πριν. Αυτό τόμαθα από άλλους, που τον ηύρανε…
Ένα μπαϊράκι 36 Λιβαδιώτες, Κρανιώτες και Ζωνιανοί ήσανε σφαλισμένοι στην «Τράπεζα». Οι Τούρκοι των είπαν να παραδοθούν και δε θα πάθουν τίποτα. Σκέφτηκαν: «Και να δώσωμε τα τουφέκια μας κακό και να μη τα δώσωμε, χωρίς φυσέκια είναι άχρηστα. Τότε ας τα δώσωμε και μπορεί να σωθούμε». Άμα τάδωσαν τους έσφαξαν. Στη μεγάλη Τράπεζα φαίνονται ακόμη οι μαχαιριές.
Το βράδυ στση εννιά του Νοέμβρη μπήκε ο τακτικός στρατός στη Μονή. Δόθηκε επίσημος υπόσχεσις ότι δεν θα σκοτωθεί κανείς κι έτσι όσοι ζούσανε στα κελλιά παραδοθήκανε κι ήμαστε ούλοι μαζί 114 ψυχομέτρι. Τσοι εθελοντές ετουφεκίσανε. Εκείνοι που φερθήκανε άγρια στους αιχμαλώτους ήσανε οι ντόπιοι Τούρκοι».
Ο γέρος ετελείωσε τη διήγησή του μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό και πρόσθεσε: «Αυτό το κακό και το θρήνος, που έγινε στο Μοναστήρι, θα το διηγούνται χρόνοι και αιώνες».

*Απόσπασμα αφήγησης διασωθέντος Ανδρέα Μπιρίκου από το μνημειώδες έργο του Μητροπολίτη Τιμόθεου Βενέρη «Το Αρκάδι δια των αιώνων».

 Ο Ανδρέας Μπιρίκος ή Μπιρικάκης γεννήθηκε στο Πίκρι Ρεθύμνης το 1848. Υπήρξε υποτακτικός (δασκάλι) του Ιερομόναχου της Μονής Αρκαδίου Χρυσάνθου Βογιατζάκη. Θυμάται την επαναστατική κίνηση στη Μονή κατά την επανάσταση του Μαυρογένη και ιδιαίτερα το Αρκαδικό δράμα, καθότι διέμενε τότε στο Αρκάδι με την οικογένειά του. Μετά τη σύλληψή του κατόρθωσε να δραπετεύσει από τη θέση «Μετοχάκι» τη νύχτα της 9 Νοεμβρίου 1866.
Πέθανε στο Πίκρι στις 14-12-1932.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.