Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

1937- ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣH

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Νοέμβριος 1937 ΑΠΟ ΦΛΟΓΕΣ Η ΚΡΗΤΗ ΖΩΣΜΕΝΗ ΑΡΚΑΔΙ!….ΑΡΚΑΔΙ!….. Του Χριστόφ. Σταυρουλάκη Ιστορική μονογραφή χαρισμένη σ... thumbnail 1 summary
ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Νοέμβριος 1937
ΑΠΟ ΦΛΟΓΕΣ Η ΚΡΗΤΗ ΖΩΣΜΕΝΗ ΑΡΚΑΔΙ!….ΑΡΚΑΔΙ!…..
Του Χριστόφ. Σταυρουλάκη

Ιστορική μονογραφή χαρισμένη στο Γιαμπού, τον Παπά Κρανιώτη, τον Κούβο, τον Αδάμη.
Προανακρούσματα
Η νίκη του Μουσταφά Πασά στο Βαφέ, (12/8βρίου/1866) συνεκλόνισε την Επανάσταση. Μετά την άτυχη, αυτή μάχη του Ζυμβρακάκη, το δείλιασμα, την οπισθοχώρηση και τέλος την εγκατάλειψη του αγώνος από πολλούς των εκ την ελευθέρας Ελλάδος εθελοντών, βρέθηκαν πολλοί να το πιστέψουν πως η Επανάστασης του ‘66 καταπνίγει, και ο αγώνας απάνω στη Κρήτη ετελείωσε.
Ο Κιριτλής Μουσταφάς, παλιός γνώριμος στους αγώνας της Κρήτης, μετά τη μερική συνθηκολόγηση των Σφακιανών, προελαύνει νικηφόρος προς το Ρέθυμνο εκκαθαρίζοντας στο δρόμο του τις επαναστατικές εστίες. Το πέρασμα του αφήνει πάντα οπίσω τα χνάρια του ολέθρου.
Σκοπός του είναι να καταστείλει την επανάσταση του διαμερίσματος της Ρεθύμνης, που έχει φουντώσει εξαιρετικά κάτω από την άξια διοίκηση του Κορωναίου και τις τελευταίες νίκες των επαναστατών γύρω από το Ρέθυμνο, και να κτυπήσει τ’ Αρκάδι που είναι το κέντρον της Επαναστατικής Επιτροπής.
Με το τσάκισμα των τούρκων στο Πλατανιά (30-31 8βρίου), οι επαναστάτες Ρεθύμνης ύστερα από ένα πεισματωμένο αγώνα κατόρθωσαν να καταδιώξουν τον τουρκικό στρατό μέχρι των τειχών της πόλεως, αλλά το πυροβολικό του φρουρίου και τα τουρκικά πολεμικά που τους κτυπούσαν κατά μήκος της αμμουδιάς των Περιβολίων τους εξηνάγκασαν να σταματήσουν την καταδίωξη και να γυρίσουν εις τας βάσεις των μακριά από την πόλη.
Οι επαναστάτες ύστερα από το αδιάκοπο τουφεκίδι των τελευταίων ημερών τραβήχτηκαν προς τ’ Αρκάδι να τροφοδοτήσουν και να ανασυνταχθούν, εγκαταστήσαντες για επιτήρηση και ασφάλεια μικρές ομάδες γύρω από Πλατανιά, Μαρουλά, Μύλους, Χρωμοναστήρι, Ρουσσοσπίτι και Αγία Ειρήνη.
Ο Κορωναίος τράβηξε για το Πρέβελη αφήνοντας την εντολή εις τους Καπετάνιους να κρατήσουν τας θέσεις των και να προλάβουν κάθε προχώρηση των Τούρκων.
Ο προνοητικός Μουσταφά Πασάς απασχολούμενος εις τον Αλμυρό και την Επισκοπήν προαπέστειλε το γυναικάδελφό του, Σουλεϊμάν Βέη με δύναμη στρατού και με διαταγή ν’ αρχίσει την προέλαση προς το Αρκάδι, ενισχυόμενος από το Στρατό της Ρεθύμνης και τας επικουρίας π’ ούφεραν τα πολεμικά από τα Χανιά στο Ρέθυμνο για τον ίδιο σκοπό.
Συγχρόνως διέταξε και τον Ρεσίτ Πασά να εισβάλει εις το Μυλοπόταμο, και κτυπώντας τους εκεί επαναστάτες να τους απασχολήσει για να μην έλθουν προς τ’ Αρκάδι.
Αποστέλλει δε για δεύτερη φορά μήνυμα εις τον ηγούμενο Γαβριήλ ζητώντας να διώξει την Επιτροπή και να του παραδώσει τα όπλα, αλλιώς θα κάψει το Μοναστήρι.
Το ίδιο μήνυμα είχε στείλει στ’ Αρκάδι για πρώτη φορά από το μήνα Σεπτέμβριο, αλλά δεν έλαβε τότε απάντηση.
Εις τη δεύτερη όμως αυτή πρόσκληση του Μουσταφά, ο ηρωικός Γαβριήλ κατόπιν κοινής αποφάσεως απήντησεν: «Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι η ένωσης της Κρήτης μετά της Ελλάδος ή ο Θάνατος. Τίποτε πλέον τούτου δεν θέλομεν να ακούσωμεν».
Οι Ρεθεμνιώτες Αρχηγοί πληροφορηθέντες το ξεκίνημα του Μουσταφά από τον Αλμυρό και την έξοδο του Σουλεϊμάν, ειδοποίησαν αμέσως τον Κορωναίο στο Πρέβελη, και ο αρχηγός χωρίς χρονοτριβή, παίρνοντας μαζί του το εθελοντικό Σώμα και όσους βρήκε Αγιοβασιλιώτες και Αμαριώτες, έφθασε την 6ην Νοεμβρίου στις δυτικές λοφοσειρές τ’ Αρκαδιού, προφθάνοντας το στρατό του Σουλεϊμάν ν’ ανεβαίνει προς τ’ Αρκάδι.
Ως τόσο, ο Μουσταφά Πασάς αφήνοντας ένα τάγμα στρατού στην Επισκοπή για ασφάλεια προχώρησε στο Ρέθυμνο.
Ο ηρωικός Πετρομάρκος με λίγα αλλά διαλεκτά παλικάρια μετά την αναχώρηση του Μουσταφά, εκτύπησε τους τούρκους της Επισκοπής, και τους εξηνάγκασε να αδειάσουν το χωριό αλλά οι Τούρκοι ενισχυθέντες, ξανάπιασαν όχι μόνο την Επισκοπή αλλά και τη Φλακή.

Κτυπήματα γύρω από το Αρκάδι
Ο Κορωναίος γνωρίζει την τραγική κατάσταση και προβλέπει το θλιβερό αποτέλεσμα. Τ’ Αρκάδι δεν μπορεί να κρατήσει.
Γνωρίζει ότι ο Μουσταφά Πασάς ερχόμενος προς το Ρέθυμνον ακολουθείται από 10 χιλιάδες στρατό με το ηθικό αναπτερωμένο με Πυρ/κό και Ιππικό.
Γνωρίζει ακόμη ότι εκτός της δυνάμεως του Στρατού του Σουλεϊμάν Βέη και των ενισχύσεων που έχουν έλθει από τα Χανιά δια θαλάσσης, ο αρχηστράτηγος Μουσταφάς περνώντας από το Ρέθυμνο θα πάρει μαζί του και διαλεκτά ρέμπελα Σώματα των τουρκοκρητικών γνωστά για τα παλικάρια των.
Και τότε … Μπροστά σε 15 - 16 χιλιάδες Στρατό με επικεφαλής, το δυνατό και αιμοσταγή τουρκαλβανό, ποιο αντιπερισπασμό μπορούν να φέρουν οι πεντακόσιοι γενναίοι επικεφαλής των οποίων μάχεται ο ίδιος, και οι 300 έστω θρυλικοί αμύντορες τ’ Αρκαδιού.
Τα αποφασιστικά κτυπήματα που δίδει εδώ και εκεί με τα διάφορα σώματα στο στρατό του Σουλεϊμάν, δείχνουν καθαρά τας προθέσεις του, να προλάβει το σφιχτό σφικταγκάλιασμα του Μοναστηριού, και σταματώντας σε θέσεις πλεονεκτικές, μακριά από τ’ Αρκάδι να τον προλάβουν εκεί αι ενισχύσεις των γύρω Επαρχιών που με γρήγορους μαντατοφόρους έχει ζητήσει φεύγοντας από το Πρέβελη.
Οι δικοί του εθελοντές, οι Αγιοβασιλιώτες με το Σαββάκη και το Τσουδερό, οι Αμαριώτες με τον Πορτάλιο, το Σώματα του Κατσαντώνη, του Φωτάκη, του Βαβούρη και του Συμεών, μάχονται απεγνωσμένα γύρω από τον Κορωναίο, και με προσπάθειες απιθάνου αυτοθυσίας, αραιώνουντας τάξεις του Σουλεϊμάν.
Κόπος μάταιος όμως, γιατί ύστερα από δύο ημερών σκληρούς αγώνας, ο στρατός του Σουλεϊμάν βρίχνεται τις βραδινές ώρες της 7ης Νοεμβρίου κατέχων όλα τα γύρω από τ’ Αρκάδι δεσπόζοντα σημεία. Μόνο η μεριά του Μυλοποτάμου παραμένει ελεύθερη.
Καμιά εκατοπενηνταριά μέτρα προς τα δυτικά του Μοναστηριού βρισκότανε ένας παλιός ανεμόμυλος, πάνω από τη χαράδρα που είναι το πέρασμα προς τη Μονή.
Στο μύλο αυτό, που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για βίγλα, (παρατηρητήριο) είχαν κλειστεί καμιά δωδεκαριά καλόγηροι που με τα εύστοχα πυρά των είχαν κατορθώσει να κρατούν τους Τούρκους μακριά από το επικίνδυνο για το Μοναστήρι πέρασμα.
Μετά την απελευθέρωση ο μύλος αυτός διευθετήθηκε εις Ηρώον, που φυλάσσονται σήμερα τα κόκαλα των Ηρώων τ’ Αρκαδιού.
Μεταξύ του μύλου και της μονής ευρίσκονται οι μοιραίοι στάβλοι και τα καταλύματα που είχε παραγγείλει ο Κορωναίος φεύγοντας να χαλάσουν για να μην βρουν οι Τούρκοι και χρησιμοποιήσουν τα επικίνδυνα αυτά προπετάσματα αλλά ατυχώς δεν τον άκουσαν όπως και δεν δέχθηκαν τη συμβουλή για να διώξουν τα γυναικόπαιδα.
Κουρασμένοι από το μόχθο και τον αγώνα της ημέρας, με την ψυχή γονατισμένη από τον πόνο για το χαμό διαλεχτών συντρόφων γεμάτοι όμως θάρρος, απόφαση και ελπίδα οι πολεμιστές αφήνοντας τις βάρδιες εις τας θέσεις των, αποσύρονται στο Μοναστήρι για να πάρουν λίγη τροφή να ξεκουραστούν και να ετοιμαστούν για τον αγώνα της επομένης που κανένας δεν γνωρίζει την έκβασή του.
Ωστόσο, ο απολογισμός της πρώτης μέρας ενθαρρύνει και δυναμώνει τας ελπίδας των. Παρά τας προσπάθειας του εχθρού έχουν κατορθώσει να διατηρούν ακόμη και τα εκτός της Μονής προπετάσματα, τους στάβλους, τον ερειπωμένο πύργο, τα αγριοκυπάρισσα και να κρατούν τους Τούρκους από της χαράδρας το πέρασμα, δηλαδή από το πιο επικίνδυνο σημείο. Τας σχετικώς μακρινάς επίκαιρους θέσεις, «Αρμούς», «Κορές» και «Γαλιούρο» εξαναγκάστηκαν να αφήσουν εις χείρας του εχθρού, ως μη δυνάμενοι να τις κρατήσουν. Με τις προσπάθειες αυτές τη μια μεριά και την άλλη τους πήρε η νύχτα της εβδόμης Νοεμβρίου.

Περιφρονηταί του θανάτου
Αλλά και ποιοι είναι λοιπόν και πόσοι οι γενναίοι εκείνοι που αποφασίζουν να κλειστούν υπερασπίζοντας το κοσμοαγάπητο Μοναστήρι, ποιοι είναι λοιπόν οι γίγαντες εκείνοι, οι παράφρονες εκείνοι μαχηταί, που περιφρονούν τα πλήθη των κυριάρχων και τους περιζώνουν από το θάνατο και τη σφαγή. Στο Μοναστήρι κλείστηκαν ο ηγούμενος Γαβριήλ με τους δυο συμβούλους της μονής Χατζηνεώφυτο και Ζαχαρία, ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος που είχε αφήσει φρούραρχο ο Κορωναίος φεύγοντας, οι οπλαρχηγοί ΠαπαΚρανιώτης και Δασκαλάκης, ο πεντακοσίαρχος Ντελη Δράκος, τα μέλη της επαναστατικής επιτροπής Βενιανάκης, Μελισιώτης, Σαουνάτσος, Χαιρέτης, Πορτάλιος, Βολάνης, Σκουλάς (όχι ο αρχηγός), Μπεργαδής και Σκορδίλης, οι ηρωικοί Κούβος και ο Αδάμης Παπαδάκης, ο ανθυπασπιστής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Σύρου Ξάνθος, μετά του λοχίου Γιάγκου και επτά εθελοντών. Μαζί με αυτούς και τους οπλισμένους σαράντα πέντε καλόγερους και τους Κρήτες αγωνιστάς το πλείστον εκ της επαρχίας Ρεθύμνης, η όλη παράτακτη δύναμης δεν έφθανε τα τρακόσια (300) τουφέκια, αποφασισμένοι να υπερασπίσουν το Μοναστήρι και την τιμή 643 γυναικοπαίδων που είχαν συγκεντρωθεί στ’ Αρκάδι νομίζοντάς το ως ασφαλέστεροκαταφύγιο.
Πράγματι δε τ’ Αρκάδι, φρούριο ολόκληρο για την εποχή εκείνη και λόγω της θέσεως εις στην οποία ευρίσκεται του ισχυρού και ευρύχωρου περιτειχίσματός του και εις πολλάς προηγούμενας επαναστάσεις εχρησιμοποιήθη για ασφάλεια και άμυνα των γυναικοπαίδων. Κι αυτή τη φορά επειδή τ’ Αρκάδι είχε ορισθεί ως έδρα της επαναστατικής επιτροπής σφαλούσε στις αποθήκες του, εκτός του ικανού αριθμού όπλων και πυρομαχικών, και πλούσια ζωοτροφή, ικανή να διατηρήσει την άμυνα για πολύ καιρό. Με το πέσιμο της ημέρας αρχίζει στ’ Αρκάδι η ταραχή της προπαρασκευής του πολέμου. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ ένας σφυχτοδεμένος άντρας, καμιά σαρανταριά χρονών, ενθουσιώδης και ακούραστος περιτρέχει τον ευρύ χώρο της Μονής από το πρόχειρο νοσοκομείο με τους τραυματίες και ασθενείς ως τις αποθήκες, τα μαγειρεία και τα κελιά συσκεπτόμενος μετά του φρούραρχου των οπλαρχηγών και μελών της επιτροπής, ενθαρρύνον και θεραπεύον τα πάντα.
Ο ηρωικός Δημακόπουλος επιθεωρεί τα τείχη και τα προπετάσματα, συμπληρώνει τα σημεία της αμύνης, προετοιμάζει, και καθοδηγεί τα της επόμενης. Οι οπλαρχηγοί επαγρυπνούν στα τείχη και τις βάρδιες και ο σεβάσμιος «Νέστωρ» της μονής Χατζηνεώφυτος, μαζεύοντας τα γυναικόπαιδα μέσα στο ναό, χαϊδεύει τας ψυχάς των με παρήγορα λόγια ενώ οι πρεσβυταί καλόγεροι προσεύχονται ευλαβικά απευθύνοντες προς το μεγάλο Θεό παρακλήσεις για την κοινή σωτηρία.
Ένα ευρύχωρο κελί, έχει μετατραπεί σε συνεργείο ανεφοδιασμού πυρομαχικών. Εκεί μέσα εμπειροπόλεμοι γέροντες παλαίμαχοι επιβλέπουν γυναίκες και άγγουρα παιδιά να σφυχτοδένουν τις χαρτούτσες των φυσεκιών και να χύνουν το μολύβι στα καλούπια για τις σφαίρες. Νεκρική, βαθιά σιωπή βασιλεύει παντού, και μόνο οι βάρδιες απάνω στα δώματα και τα μπεντένια, ακροσαλεύουν από καιρού εις καιρόν. Και έτσι επέρασε κι αυτή η νύχτα και ήρθε η άλλη αυγή της 8ης Νοεμβρίου

Ο Μουσταφά Πασάς έρχεται
Την πληροφορία αυτή την έστειλαν οι χριστιανοί της Ρεθύμνης εις το Αρκάδι αφ’ εσπέρας με γρήγορο αγγελιοφόρο, ο Γαβριήλ όμως δεν ανακοίνωσε παρά μόνο στο Δημακόπουλο και στα μέλη της επιτροπής. Τη νύχτα της 7ης προς την 8η Νοεμβρίου ο Μουσταφά Πασάς ξεκινά από το Ρέθυμνο, προπορευόμενος της εμπροστοφυλακής του μετά των άτακτων Τούρκων της Ρεθύμνης και φαίνεται προς τ’ Αρκάδι ανάμεσα από τα εγκαταλελειμμένα και έρημα γυροχώρια. Κατά το χάραγμα της ημέρας η εμπροστοφυλακή με το ιππικό που την συνοδεύει πέφτει πάνω στα πεισματωμένα πυρά των επαναστατών και αναγκάζεται να αναπτυχθεί και ν’ ανοίξει τουφέκι.
Οι ωραιότολμοι καπετάνιοι Μπογιατζόγλου, Μαρούλης και Γερακάρηδες έχουν πιάσει τα περάσματα και ένα πύργο γύρω από τα Σκουλούφια κι’ άλλοι επαναστάτες σε επίκαιρες θέσεις πάνω από τα Χάρκια και το Καβούσι, με αντικειμενικό σκοπό αν θα μπορέσουνε να κόψουν το δρόμο του Μουσταφά, τουλάχιστον να τον επιβραδύνουν.
Τα παράτολμα παλικάρια 250-300 τουφέκια, αναλογιζόμενα το μεγάλο κίνδυνο του Αρκαδιού. Κτυπούν με λύσσα τους Τούρκους διεκδιδούντες σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος με πράξεις ηρωισμού, ασύγκριτες.
Μπροστά όμως, στον επερχόμενο όγκο και το πυροβολικό αναποδογυρίζονται οι γενναίοι, και τραβούν ψηλότερα αφήνοντας λεύθερα τα περάσματα στον Μουσταφά Πασά, εις σε λίγο ακόμη εβρίσκεται μπροστά στ’ Αρκάδι παντοδύναμος ανάμεσα σε ολόκληρο το στρατό του, περίπου δεκαέξι χιλιάδες που έχει κυκλώσει συστηματικά το Μοναστήρι.

Υπερασπισταί της τιμής
Η κυρίως επίθεσις αρχίζει κατά του μαρτυρικού Αρκαδιού. Από τα βαθιά χαράγματα της ημέρας αυτής άρχισε το καυτό μολύβι βγαίνοντας από χιλιάδες στόματα τουφεκιών να γρατζουνά τα μπεντένια και τα μιτιρίζια του Μοναστηριού. Ψύχραιμοι, δυνατοί και ασάλευτοι εις τας θέσεις των οι πολιορκούμενοι θερίζουν τας τάξεις των επιτιθεμένων με τα ονομαστά εύστοχα πυρά των. Κάθε «παίξιμο» τουφεκιού και ένας βαθύς αναστεναγμός, κάθε «ζεστή μπαλοτέ» και μια θολή σταλαγματιά αίματος «Απάνω ντονε αδέρφια, φωθιά στση σκύλους». Οι δυο ορειβατικές πυροβολαρχίες εισέρχονται και αυτές σε λίγο εις τον αγώνα και αρχίζουν να ξερνούν φωθιά και σίδερο σε κάθε μεριά του Μοναστηριού «Την Τρίτη ώρα έντεκα έφεραν τα κανόνια και κανονιές αρχίσανε μ‘ άσαν μικρά τα βόλια».
Η επίθεσις ανακατωμένη με αποφασιστικάς εδώ κι εκεί εφόδους των Τούρκων και λίγες παράτολμες εξόδους των πολιορκούμενων εξακολουθεί αδιάκοπη. Η άμυνα μεθοδικά τακτοποιημένη δουλεύει σαν μηχανή. Οι επικεφαλής των αγωνιστών οπλαρχηγοί, ο Φρούραρχος, ο Γαβριήλ και τα μέλη της επιτροπής όλοι μαζί και ο καθ’ ένας χωριστά στους προδιεγραμμένους ρόλους των, αλλού επιβλέπουν, αλλού ενθαρρύνουν και αλλού πολεμούν.
Πολλές γυναίκες βοηθούν τους πολεμιστάς στο γρήγορο γέμισμα των τουφεκιών. Ο ανεφοδιασμός εις πυρομαχικά, γρήγορος κι αδιάκοπος, μοιρασμένος σε γυναίκες και παιδιά που δεν μπορούν να κρατήσουν τουφέκι γίνεται συστηματικός.

Η ηρωίδα Χαρίκλεια Δασκαλάκη μητέρα του αρχηγού, που με γεμάτη την ποδιά φυσέκια περιτρέχει μοιράζοντάς τα εις τους πολεμιστάς, ενώ άλλα συνεργεία γυναικών και καλογήρων μεταφέρουν τους βαριά τραυματισμένους εις το πρόχειρο νοσοκομείο της μονής. Από τη γραμμή του πυρός, δεν υπήρχε ουδέ ένας, δυνάμενος να κρατήσει τουφέκια. Αλλά από το πρωτοφανές και απίθανο αυτό πανηγύρι, δεν λείπουν ούτε τα τραγούδια ούτε τα φαιδρά πειράγματα. Γελώντας και «παίζοντας», τραγουδούν σε μια μεριά αδιάφοροι προς το θάνατο οι πολεμιστές, κι αυτοσχέδιοι ριμαδόροι «Χαίρεστε άντρες, χαίρεστε, χαίρεστε πολεμάρχοι μα τούτη η μέρα θα γραφτεί και πάντα δόξα θα ‘χει, γιατί κι αν αποθάνομε από τα κόκαλά μας θέναναδώση η λευτεργιά και με τα αίματά μας θα ποτιστεί και θα θραφεί, σα λεμονιά θ’ ανθίσει οπούναι το πεθύμιο μας κι ας βρέξει κι ας χιονίσει». Κι οι «μαντινάδες» εξακολουθούν από τα πέρα μιτιρίζια απάνω σ’ ένα γλυκό σκοπό «πεντοζάλι».
«Δεν την βαστώ ‘γω τη σκλαβιά
στον κόσμο τον απάνω
κι τ‘ ωχω προίκα μου να ζω
καλιά ‘χω να ποθάνω
Κι οι κακοθελητάδες μου
χάρ’ άλλη να μη δούσι
παρ’ όντε θα ψυχομαχώ
να στέκου να θωρούσι
Χαίρεστε άντρες, χαίρεστε, χαίρεστε παλικάργια
μα ο πόλεμος εδόθηκε στ’ άντρες και σε λιοντάργια
Δεν πολεμούν οι βορθακοί
μήδε γι’ ανεμαθρώποι
που λαφτουκούν στα βούρβουλα,
μέσα στον καταπότη
Κι εσείς εχθροί πρικιένεστε αντί για να χαρείτε,
μα εκείνα που κατέχετε δε θα τα ξαναβρείτε
Τ’ άρματα δεν τα δίδομε κι έντα και πάρετε τα
γρήγορις θα μουτίσετε για δε περνάτε ντρέτα»

Από την άλλη μεριά ένας άλλος χαριεντίζεται με το διπλανό πολεμιστή που δε «βαστά» μιτιρίζη «Γέμισε Γιάννη και χτύπα τσ’ οχτρούς σου μ’ άχε την έγνοια τ’ απατού σου» κι ένας άλλος προτού «σημαδέψει» ειρωνεύεται τον Αγά που διαλέγει να χτυπήσει «Στάσου αγά να σου δώσω ένα ζεστό κάστανο να πχης το καϊββέ σου μα σέβου μη σε κάψει γιατί καίει».
Πολλές φορές ανάμεσα στο «ψιλό» τουφέκι άρχιζε και η «ψιλή» κουβέντα με γνωστούς αντίπαλους Τουρκοκρητικούς. «Δε μου λες Χουσεϊν Αγά ήντα διάολο θα κάμετε μωρέ τ’ άσκρα όπου βγάλετε; ατζεμπά μου έχουνε μπρε πολλούς γρόθους». Αλλά ο Αγάς ατρόμητος κι αυτός, προσβαλλόμενος, αποφεύγει να απαντήσει ερωτά όμως κι αυτός με τη σειρά του «Δεν τη χορτάσετε μωρέ Κωνσταντή ακόμη τη πείνα να μουτίσετε. «Φχρτου τ’ απού θα απουτίσει από τσι δυο μας Αγά». «Άντε δα μωρέ και θα το δούμενε θέλει, με το βασιλικό ασκέρι θα τα βάλετε, μωρέ, σείς ξυπόλυτοι». «Σα φράνω γώ τη χέρα μου Χαλίλ Αγά δεν με γνοιάζει κι ας σκοτωθώ δε με γνωρίζει κι ας σκοτωθώ μα παλικαρίσια κι αντρίστικα». «…Μα στάσου αγά θα σου δώσω ένα κουλουράκι». Και ο Χαλίλ Αγάς δέχεται ένα βόλι κατάστηθα από το ντουφέκι του «γνώριμου» Κωνσταντή. H μάχη εξακολούθει και όσο γέρνει η μέρα τόσο και δυναμώνει το τουφεκίδι. Τα πυροβόλα συγκεντρώνουν τώρα τα πυρά των στη μεγάλη πόρτα της εισόδου για να την γκρεμίσουν. Τα βλήματα των κανονιών της έχουν προξενήσει αναρίθμητες βαθιές γραντζουνιές, μικρά ρήγματα και όμως εκείνη καλά αμπαρωμένη και ενισχυμένη με δοκάρια πελέκια και χώματα, αντέχει στα χτυπήματα.

Ο Μουσταφά πασάς το ‘χει προσέξει αυτό από το πρωί, και με γρήγορους αγγελιοφόρους έχει ζητήσει να μεταφέρουν μέχρις εκεί τάχιστα ένα πεδινό, τηλεβόλο από το Ρέθυμνο, που μόνο μ’ αυτό θα μπορέσει να εκβιάσει την είσοδο συντρίβοντας την μεγάλη πόρτα της Μονής
Πολλά ζώα έπεσαν και πολλοί χριστιανοί εξηνηγκάσθησαν αγγαρευόμενοι να σύρουν το βαρύ και δυσκίνητο κανόνι απάνω σε ανώμαλα εδάφη και κατσάβραχα, βασανιζόμενοι μέχρι της επομένης πρωίας 9η Νοεμβρίου, και τέλος το κανόνι βρέθηκε τοποθετημένο έναντι της χαράδρας σκοπεύοντας τη δυτική πλευρά της μονής.
«Τετράδι το ξημέρωμα εφέραν τα μεγάλα
Τση κανονιές επαίξασι την πόρταν εξεβγάλαν»
Ως τόσο περί τας απογευματινάς ώρας της 8ης Νοεμβρίου, οι Τούρκοι ενήργησαν νέαν επίθεσην, κατόπιν μιας μακράς προπαρασκευσής του πυροβολικού βάλοντος στον ανεμόμυλο, τα προπετάσματα και τους στάβλους.

Στη δεύτερη αυτή επίσκεψη, ο αντικειμενικός, ο σκοπός του Μουσταφά Πασά είναι να γίνει κύριος όλων των έξω της μονής προπετασμάτων, εις τρόπον ώστε, πλησιάζοντας τας βάσεις της εξορμήσεώς του, να προπαρασκευάσει την τελική επίθεση της επομένης.

Δευτέρα επίθεσης
Στο πρόσταγμα του Πασά οι Οθωμανοί Σεραρκέριδες με γυμνές τις πάλες εξαπολύουν τις αφηνιασμένες ορδαίς των που με δείγματα αληθινά ηρωισμού και αυτοθυσίας, εξορμούσι προς τους αντικειμενικούς των σκοπούς. Με απερίγραπτη εγκαρτέρηση και ηρωισμό οι πολιορκούμενοι δέχονται και τη νέα αυτή επίθεση.
«Σημαδεύεται καλά να μη χάνετε φυσέκι», φωνάζουν οι αρχηγοί προς τους πολεμιστάς. Ουρλιάζοντας με τρομερή ορμή τα μπουλούκια των επιτιθεμένων σοργιάζονται σε άμορφους όγκους θανάτου κάτω από τις ομοβροντίες των τουφεκιών που βλέπουν και δεν μπορούν να κρατήσουν επί πολύ και προσπαθούν να διεκδικήσουν τρομερά την εγκατάλειψη των θέσεών των. Και το επιτυχάνουν γύρω από τον ανεμόμυλο και τους στάβλους έχουν πέσει δύο εκατοντάδες Τούρκων. Η επίθεσης τέλος κάμπτεται στη γενική της γραμμή αλλά όμως οι υπερασπιστές των στάβλων και των προπετασμάτων, όσοι από αυτούς απομένουν ακόμη όρθιοι αναγκάζονται να συρθούν εις στο εσωτερικό της μονής.
Οι θρυλικοί καλόγεροι της Βίγλας του ανεμόμυλου σκοτώθηκαν εις τας θέσεις των μέχρι ενός!
Ω, μαυροφόροι ακροβάται του θανάτου
Αθάνατοι της ελευθερίας, ιδεαλισταί
Ω, άγνωστοι σιωπηλοί και αθόρυβοι
στρατιώται του Χριστού και της πατρίδος
και ποιο μπορεί να είναι το μέτρο
της δίκαιης υπερηφάνειας
που πρέπει να κρατήσει για σας η εκκλησία και το έθνος

Ο φοβερός τουρκαλβανός θαυμάζει την παλικαριά των αμυνομένων λυσσά για την αποτελεσματική των άμυνα μπροστά στον όγκο του στρατού και των γιανιτσάρων του και τέλος διατάσσει να διακοπεί η έφοδος.
Αποσύρει τα αποδεκατισμένα πρώτα τμήματα της επιθέσεως προς τα οπίσω και με νέας εφεδρικάς δυνάμεις καταλαμβάνει τις καινούριες πλεονεκτικές θέσεις από τις οποίες θα εξορμήσει ο στρατός την επομένην.
Προωθεί δε το πυροβολικό, με την εντολή να εξακολουθήσει την εισβολήν όλη τη νύχτα, προτιθέμενος να αποθαρρύνει, να εκνευρίσει, να εξαντλήσει τους αμυνομένους. Φαίνεται δε, να εχαλάρωσε σκοπίμως την επιτήρηση από τη μεριά του Μυλοποτάμου, με καθαρό σκοπό να δώσει καιρό εις τους πολιορκούμενους να φύγουν. Μέτρο μεγαλόψυχο, βέβαια, προς τιμή του κατακτητού, αλλά όμως άδικο και υβριστικό στην τιμή των ηρώων μας γιατί δεν εβρέθη ούτε ένας να εγκαταλείψει τη θέση του, ενώ μπορούσαν άπαντες να φύγουν προς στο Μυλοπόταμο ελεύθεροι και ανενόχλητοι.

Με το πλησίασμα των κανονιών οι έξω της Μονής λίγοι πολεμιστές προσπαθούσαν με τα πυρά τους να βοηθήσουν τ’ Αρκάδι απ’ τη μεριά του νότου, αναγκάζουνται να τραβηχθούν ψηλότερα και τέλος να εγκαταλείψουν τελείως τας θέσεις των ως άχρηστους και να τρέξουν παντού ζητώντας ενισχύσεις. Το ίδιο έκανε και ο Κορωναίος που τράβηξε προς το Θρόνος και το Κλισίδη ειδοποιήσας με γρήγορους μαντατοφόρους εις όλο τ’ Αμάρι να τρέξουν κοντά του από όπου κι αν εβρίσκονται πολεμιστές για να προλάβουν το μεγάλο κίνδυνο του Αρκαδιού

Προσπάθειες μάταιες
Εις το μεταξύ αυτό διάστημα οι έξω πολεμιστές βλέποντας το βέβαιο κίνδυνο τα’ Αρκαδιού κατόρθωσαν μέσα στο χιόνι και στη βροχή να συγκεντρωθούν ως τετρακόσιοι πενήντα με τους καπετάνιους Α. Μπογιατζόγλου, Τζεβράκη, Μαρούλη, Σγουρούς Γιάννη και Γιώργη και τους αδελφούς Γερακάρηδες και να πιάσουν τη θέση Συκιά, παρενοχλούντες τους Τούρκους από αποστάσεως βολής τουφεκιού όπως μπορούσαν εμποδιζόμενοι από τον καιρό. Το ίδιο έκανε και ο Κορωναίος με το Γ. Καλλέργη και τον Κατσαντώνη με μια εκατοστή πολεμιστές ευρισκόμενοι λίγο δυτικότερα. Από τη μεσημβρινή πλευρά άλλοι εβδομήντα περίπου Αμαριώτες με το Μοσχοβίτη, Παπαμαρουλιανό, Βλαστό, Λαγουβάρδο, Διαμαντή, Πάτερο, Χατζη Συμεών, Σιλιγάρδο, Ψιμικό και Α. Λίτινα κατόρθωσαν να κατεβούν από τους Αρμούς και το Δραγατοκάλυβο
Με τση βροχής τη σύγκληση εφτάξαν οι Αμαριώτες
ο Μοσχοβίτης αρχηγός με μερικούς στραθιώτες
κι ο ΠαπαΜαρουλιανός Κωστής ο Λαγουβάρδος
ο Ιωάννης ο Βλαστός Βαράτσης Σιλιγάρδος
ο Παντελής, ο Διαμαντής, ο Παύλος Ψιμικάκης
Πάτερος ΧατζηΣυμεών και ο Μοσχοβιτάκης
κι άλλοι εξήντα με αυτούς από τσ’ Αρμούς εβγήκαν
και στο Δραγατοκάλυβο κοντά εκατεβήκαν
Σκοτώνεται ο Ψιμικός και ο Συμεών πληγώθη
κι ένα πολύ παράξενο σημάδι εφανερώθη

Το ποίημα της εποχής αναφέρει παρακάτω και ενώ ο ήλιος εφώτιζε το Μοναστήρι πέρα από το Δραγατοκάλυβο τα αμπέλια και τις κουκουναριές έκανε σύγκλιση τη βροχή που τους αχρήστευε τα όπλα, και τους εξηνάγκασε με σπαραγμό ψυχής να βλέπουν τον απεγνωσμένο αγώνα του Αρκαδιού, και να μη μπορούν να βοηθήσουν. Πράγμα παράδοξον και εν τούτοις εξηκριβωμένον με αδιάσειστες ιστορικές μαρτυρίες, ότι δηλαδή ενώ εις στο χώρο του Αρκαδιού και γύρω απ’ αυτό εις τας τάξεις των πολιορκητών ήταν σχεδόν αιθρία και έπεφταν ακτίνες φωτός, αντιθέτως από τας γύρας τοποθεσίας κι εκεί εις όλες τας επαρχίας έπεφτε κατακλυσμιαία βροχή που είχε μεταβάλλει και τους πιο μικρούς χειμάρρους εις αδιάβατα ποτάμια αποκλείοντα τη συγκέντρωση των αγωνιστών και αχρηστεύουσα τα όπλα των.
Η νύχτα, τέλος, ήρθε για να ξαπλώσει το πυκνό πέπλο της επάνω από την αληθινά παράξενη εκείνη σκηνή των αντιμετώπων, άνισων εχθρών. Νέα πρεσβεία αποστέλλεται προς τους πολιορκουμένους και νέαι προτάσεις διαβιβάζονται προς αυτούς. Προτάσεις, που ικανοποιούσαν την τιμήν και τη στοιχειώδη τους αξιοπρέπειαν. Αλλά και η καινούρια απάντησις προς την κατάκτησιν της ιδέας προς την ελευθερίαν των εκπροσώπων εκείνων της Κρητικής τιμής δεν είναι λιγότερο αρνητική και περιφρονητική και υπερήφανος από τις άλλες.

Με νέα ψυχή και ένα στόμα ακούονται από την αυλή και τα δώματα βαριές προσταχτικές και κυρίαρχες οι φωνές των αθανάτων παλικαριών «Να φύγει, να φύγει η πρεσβεία γιατί θα χτυπήσομε τ’ Αρκάδι, δε δειλιά, δεν παραδίνεται, επά θα μετρηθούμε». Ω! ασύγκριτοι ηττημένοι νικηταί. Η τελευταία αυτή άρνηση της υπάρξεώς σας, διαλαλεί εις τα πέρατα του κόσμου την ηθική ομορφιά της θυσίας σας χάριν της επιβεβαιώσεως της ιδέας προς ελευθερίαν και φέρνει δοξασμένη τη μνήμη σας προς τον αιώναν θαυμασμόν των γενεών. Αλίμονον όμως ο απολογισμός της 8ης Νοεμβρίου είναι θλιβερός.
Ευρίσκοντε πια μέσα εις ένα αποπνικτικό κλοιό με χιλιοτσακισμένα τα τείχη, τα βόλια της ημέρας έχουν αραιώσει τας τάξεις των, και το φοβερότερο, φαίνεται o oυρανός να συμμάχησε με τους άπιστους. Η χιονιά δυναμώνει και το κρύο αρχινά να παγώνει τα χέρια των παλικαριών. Κι όμως αποφασιστικοί κι ασάλευτοι εις τας θέσεις των άυπνοι, αλλά ακατάβλητοι δεν αφήνουν Τούρκο να πλησιάσει από τους στάβλους κι εδώ και αν κανείς αποφασίσει να διασκελίσει το διάστημα αυτό ξαπλώνεται νεκρός εις το έδαφος.

Αρκάδι!… Αρκάδι!…
Τα κανόνια εξακολουθούν να σφυροκοπούν αδιάκοπα το μοναστήρι μέσα στην παγωμένη νύχτα. Η δύσκολη εκείνη μέρα έχει ξαπλώσει διάπλατα την εικόνα της συμφοράς.
Εδώ μία νέα γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά παραστέκει στο βαριά τραυματισμένο άντρα που χαροπαλεύει μέσα στη φλόγα του πυρετού από το πρωί και σε λίγο κλείνοντάς του τα μάτια για πάντα ορκίζεται να τον ακολουθήσει με σφιχτά κρατημένο στην αγκαλιά και το παιδί. Εκεί, χαροκαμένες μανάδες μοιρολογούν τον άντρα και τον αδελφό, και παρέκει μια πανώρια κόρη το σπαθάτο και λιγερό κορμί του αρραβωνιαστικού που βρίχνεται τώρα στην αγκαλιά της ξεψυχώντας ζεστό ακόμη.
Στην άλλη μεριά ο γεροαγωνιστής πατέρας αμίλητος και έρημος σφιχτά δεμένος με τις αλυσίδες του χάρου, σκύβει πάνω από τα παλικάρια του που ξάπλωσαν νεκρά στα βόλια της ημέρας. Και μέσα στη βαθιά νύχτα και στη φρίκη εκείνη τη φεγγοβολή των αστραπών, το μούγκρισμα των κεραυνών και των κανονιών τους κρότους, ένας ωσάν φάντασμα γοργός και μαυρισμένος διατρέχει την αιματοβαμμένη αυλή και διασκελίζει τα άψυχα κορμιά. Δεν είναι φάντασμα είναι του Αρκαδιού ο ηγούμενος Γαβριήλ. Στο πέρασμά του ακούει φωνές σπαραχτικές, παρακλήσεις και παράπονα «Όφου τον άντρα μου Γούμενε», «Όφου, τα παιδιά μου πατέρα», «Γούμενε σκοτώθηκενε, λέω, ο αδερφός μου». «Για ξάνοιξε, πατέρα πως ξεψυχά ο καλός μου!». Αλλά ο Γαβριήλ δε σταματά φεύγει γοργός και ακούραστος εκεί στο πέρασμά του διασκελίζει ξεψυχισμένους, λαβωμένους και ζωντανούς. Και προχωρεί, προχωρεί αδιάκοπα με το άγιο δισκοπότηρο ψηλά.

Ένα μικρό καλογεροπαίδι προπορεύεται με το θυμιατό. Είναι η Τρίτη λιτανεία που κάνει ο Γαβριήλ για να σώσει τ’ Αρκάδι!...
Τέλος, στέκεται μπροστά από την πόρτα της εκκλησιάς, μπροστά από το γονατισμένο και βουβό πλήθος των γυναικοπαίδων, και σηκώνοντας τα δακρύβρεχτα τα μάθια προς το μολυβένιο ουρανό, απευθύνει την ύστατη παράκληση «Κύριε, Κύριε!… αμαρτηλά την Φαραώ εβύσισε ποτέ μωσαϊκή ράβδος σταυροτύπως πλήξασα… Λύει τα δεσμά και δροσίσει τη φλόγα ο τρισσοφεγγής της θεαρχίας τύπος… Ανελείφθης εν δόξη Χριστέ ο Θεός…».
Ανάμεσα στα προσευχόμενα γυναικόπαιδα, οι γέροι, μοναχοί, εξακολουθούν τας παρακλήσεις προς τον Ύψιστον για να συντομεύσει πια τα δεινά των.

Αποφάσεις θανάτου
Ο μαρτυρικός Γαβριήλ συγκαλεί εις το Ηγουμένειον Συμβούλιο όπου και προσέρχονται όλοι οι πρωταγωνισταί του δράματος. Ένα ερώτημα ανεβαίνει σε όλων τα χείλη «Άραγε που να βρίσκεται ο Κορωναίος, γιατί δεν ήρθαν ακόμη οι καπετάνιοι για βοήθεια;».
Πάντες εν τούτοις βλέπουν καθαρά την αφορμή. Η βροχή, το χιόνι, η μοίρα... Εξετάζεται από πάσις πλευράς η κατάστασις και το θλιβερό συμπέρασμα βγαίνει ξεκάθαρο πως η άμυνα δεν μπορεί να κρατήσει μπροστά στη δύναμη και τη λύσσα του εχθρού. Υπόθεσις όμως παραδόσεως ουδέ προς στιγμήν δεν απασχολεί τη σκέψη ουδενός. Στη ζωηρή λάμψη των μαθιών των, καθρεφτίζεται η εσχάτη περιφρόνησις προς το θάνατο. Μία μόνο μικρή ελπίδα τρέφουν ακόμη, αλλά κι αυτή αβέβαια και απίθανον, εάν δηλαδή δώσει ο Θεός και σχολάσει ο γύρο κατακλυσμός, δυνηθή ο Κορωναίος με τους άλλους αρχηγούς να τρέξουν για βοήθεια. «Εγκαρτερίσωμεν αδελφοί», λέγει ο Γαβριήλ και ο θερμός λόγιος Μελισσιώτης εκ των μελών της επιτροπής αναπτύσσει με φλογερά λόγια το προς την ελευθέριον και τον όρκον καθήκον χάριν των επιγόνων.

Τέλος, αποφασίζεται η εξακολούθησις της αντίστασεως μέχρις εσχάτων, μέχρις ενός και η αποστολή αγγελιοφόρων εις τας γύρως επαρχίας και τον Κορωναίο, να ζητήσουν βοήθεια και να ανακοινώσουν τη σταθερά των απόφασιν της «εγκαρτερήσεως μέχρι θανάτου».
Ατρόμητοι και μεγαλόψυχοι ο ΠαπαΚρανιώτης, ο Κούβος και ο Αδάμης Παπαδάκης προσφέρονται εθελουσίως να βγουν και να γυρίσουν την ίδια νύχτα, ο πρώτος προς τα Ρεθεμνιώτικα, ο δεύτερος προς το Αμάρι και ο τρίτος προς το Μυλοπόταμο.
Για να καταλάβουν δε οι εντός ότι επέρασαν τη ζώνη του αποκλεισμού οι ζωντανοί και ότι φεύγουν για την αποστολή των, ορίζεται σημείο συγκεντρώσεως των η θέσις «Αρμί» και τρεις κατά συνέχειαν συνθηματικοί πυροβολισμοί στον αέρα.
Αφού φιλήθηκαν μεταξύ των οι τρεις αυτοί οι παράφρονες περιφρονηταί του θανάτου, εβγήκαν ο ένας κατόπιν του άλλου από μια κρυφή υπόνομο έξω από τη μονή, και σε λίγο εχάθηκαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, φέροντας μαζί των τη μοναδική ελπίδα των μελλοθανάτων τ’ Αρκαδιού.

Επέρασαν λίγα λεπτά απεριγράπτου αγωνίας για την τύχη των ηρώων εκείνων μέσα σε μια βαθιά σιωπή. Λίγο ακόμη, και με ανείπωτη χαρά και ανακούφιση ακούγονται από τη μεριά του σημείου συγκεντρώσεως τρεις κατά κατά συνέχειαν μακρύ πυροβολισμοί. Με τον τρίτο πυροβολισμό βρέθηκε στα γόνατα ο Γαβριήλ με πρόσωπο και χέρια προς τον ουρανό ευχαριστών το Θεό για τη σωτηρία. Οι πρωταγωνιστές της μεγάλης θυσίας αρχίζουν τώρα το έργον της προπαρασκευής προς την αθανασίαν της επομένης.

Η τελευταία μυσταγωγία
Αργά, αργά η καμπάνα προσκαλεί του πάντες εις την τελευταία προσευχήν. Ο θόλος του μεγαλοπρεπού ναού του Αγίου Κωνσταντίνου αντηχεί από τη θεία ιερουργία και τους ψαλμούς. Γέροντες, γυναίκες, παιδιά, μοναχοί και πολεμιστές καταστάζονται αλλήλους ζητώντας συγχώρεση και ανάμεσα στον λιβανωτό τους θρήνους και τα δάκρυα, η θεία μυσταγωγική τελετουργία τελειώνει αφού πρώτα κοινώνησαν πάντες των αχράντων μυστηρίων.
Μετά τη θεία αυτή μυσταγωγία ο ηγούμενος Γαβριήλ από της θήρας του Ιερού λέγει τα εξής: «Αδερφοί, έχετε πίστιν εις τον Σωτήραν και Λυτρωτή του κόσμου και η σωτηρία ημών είναι βεβαία. Η θέλησις και η προσευχή ημών αυτή έχουν ακράδαντον πίστιν ότι θέλει εξιλεώσει τον Ύψιστον, όπως αναστείλει τον θυμόν του και καταπαύση την προκείμενην θύελλαν και καταιγίδα, ίνα οι έξω αδελφοί μας σπεύσουσι εις βοήθειαν ημών. Αλλά κι αν άλλως δόξη αυτώ ας έχουμε την εξελέξατο ημάς εις θυσίαν ανώνυμον προς δόξαν του γένους ημών και ελευθερίαν της φιλτάτης πατρίδος.
Ας θλιβόμασθε το παραπάν κι ας αναλογισθώμεν ότι ο άνθρωπος είναι άνθος εν τη γη και χόρτος αι ημέραι αυτού. Μη λησμονώμεν ότι ως άνθρωποι μέλλομεν να αποθάνωμεν σήμερον ή αύριον, αν δε σήμερον πολεμούντες, μόνον ολίγας ημέρας χάνομεν εκ του ταμείου της ζωή ημών, θα απολαύσωμεν δια αμοιβήν την ευλογίαν και τας ευχάς των επερχόμενων γενναίων εις αεί. Αν αποδειλιάσωμεν φεισθέντες των ολίγων τούτων ημερών της ζωής ημών εξ ενός θέλομεν στερηθή της αιωνίου ευλογίας και θείας μακαριότητος εξάλλου δε θέλομεν καταστή χλεύη και περίγελως των εθνών ημών δειλοί δε και ευτελείς προ των ομμάτων της ημετέρας πατρίδος. Η πράξις δε ότι εμένατε πιστοί εις τον υπέρ της ελευθερίας όρκον καθιστά ημάς άνδρας αξίους του ονόματος της Κρήτης, η δε απόφασις του να μείνετε άκαμπτοι εις το υπέρ της ενώσεως σύνθημα ημών συνιστά τις πάσιν άνδρας σεβαστούς και μεγαλόφρονας και τέκνα αληθή του Χριστού. Η ιδέα της εκπληρώσεως τούτων και εν τη ώρα του χωρισμού τον μεν θάνατο καθιστάν γλυκήν τη δε ψυχή γαληνιαίαν και ευπρόσδεκτον της αιωνίου μακαριότητος. Ταύτα εν ολίγοις αδελφοί. Τώρα δε ας ασπασθώμεν αλλήλους, ας ζητήσωμεν συγχώρεσιν παρά του παντοδύναμου Θεού και παρ’ ημών αυτών. Είτα δε ας τραπώμεν μετ’ αυταπαρνήσεως και θάρρους εις τα έργα πάλι του πολέμου και εις την θέσην εν η έκαστος ετάχθη. Τους παίδας και τας γυναικάς προτρέπομεν να σπεύσουσι αφόβως εις την υπηρεσίαν των μαχητών να φέροσι φυσέκια να γεμίσωσι όπλα να καθαρίσωσιν αυτά, και ότι άλλο εν τη τιμή χριστότητι δίναται έκαστος. Εις το όνομα του Θεού».
Κάτω από τα κλάουστρα (τόξα) του περίβολου της Μονής λαμβάνει χώρα μια μεγάλη εξόχος συγκινητική και αληθινά παλικαρίσια σκηνή. Ο ενθουσιώδης και ωραιόκορμος Γιώργος Σαουνάτσος εκ των μελών της επιτροπής από το Βυζάρι τ’ Αμαρίου ασπάζεται το ονομαστό του άλογο και κατόπιν το σκοτώνει λέγοντας «Κάλλια σκοτωμένο παρά Τουρκεμένο», στρεφόμενος δε προς τους γύρω του αγωνιστάς λέγει «Παιδιά και αύριον πρέπει να πολεμήσομεν με την ίδια γενναιότητα. Εμείς θα σκοτωθούμεναι αλλά θα ελευθερωθούν οι αδελφοί μας». Λέγει κατόπιν και φέρνει μια «νταρμετζάνα» ρακί και τσουγκρίζοντας οι πολεμιστές τα ποτήρια κατασπάζουνται παίρνοντας ο ένας από τον άλλο συγχώρεση.
Παρόμοιες συγκινητικές σκηνές λαμβάνουν χώρα σε ολόκληρο το χώρο της μονής μεταξύ των μελλοθανάτων. Την ίδια νύχτα, συνελήφθη από μία βάρδεια ένας Τούρκος που είχε κατορθώσει να συρθεί απαρατήρητος ως τη μικρή εξώπορτα, από την ανάκριση του οποίου έμαθαν οι πολιορκούμενοι ότι έφτασε το πεδινό πυροβόλο από το Ρέθυμνο και βεβαιώθηκαν για τη μελλόμενη τελική επίθεση της επομένης.

Ο γυρισμός των αγγελιοφόρων και το μήνυμα του Κορωναίου
Βαθιά ξημερώματα επέστρεψε πρώτος από τη μεριά του Μυλοποτάμου ο Αδάμης Παπαδάκης τον οποίον οι πολιορκούμενοι υπεδέχτηκαν με χαρούμενες φωνές. Αφού διηγήθη τα της εξόδου των είπε πως στο Μυλοπόταμο συνήντησε πολλούς επαναστάτας ετοιμαζομένους να τρέξουν προς βοήθειαν, αλλά αμφιβάλλουν εάν εξακολουθήσει η ίδια κακοκαιρία.
Δεύτερος εγύρισε ο ηρωικός Κούβος όστις κατόρθωσε να συναντήσει τον Κορωναίο εις το «Κλεισίδι» και αφού του ανέπτυξε την τραγική θέση των πολιορκουμένων του ανακοίνωσε και την απόφασή των «της εγκαρτερήσεως μέχρι θανάτου».
Ο Κορωναίος του είπε ότι ήλθαν και την προηγούμενη για να τους βοηθήσουν αλλά η βροχή και το χιόνι τους αχρήστευσε όλα όπλα και τους απομάκρυνε από τ’ Αρκάδι. «Την τρίτη μέρα εις τσ’ εφτά κατέβη ο Κορωναίος». Τα ποτάμια και η βροχή δεν άφησαν τους πολεμιστάς τ’ Αμαρίου να συγκεντρωθούν κοντά του και να τρέξουν μη δυνάμενος δε να τους βοηθήσει έδωσε στον Κούβο επιστολή για το Γούμενο και την επιτροπή λέγουσα: «Θέλουμε πράξει παν το δυνατόν όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσομεν περί τούτου πράξατε ότι η συνείδησής σας, σας υπαγορεύει». Ο Παπακρανιώτης δεν μπόρεσε να ξαναμπεί στ’ Αρκάδι γιατί επανερχόμενος αργότερα όταν πια η μέρα άρχισε να ροδίζει τον είδαν οι Τούρκοι και τον απομάκρυναν οι τουφεκιές. Ανάμεσα σε πολλούς ηρωισμούς μπορεί να βρίσκονται οι ηρωισμοί ασυγκρίτως μεγαλύτεροι.

Ανάμεσα όμως σε πράξεις αυτοθυσίας και επιτελέσεως συνειδητού ιερού καθήκοντος δεν νομίζω να στέκει καμιά άλλη ψηλότερα, από αυτή την επιστροφή των τριών παρατόλμων αγωνιστών, την προδικάζουσαν τον βέβαιον θάνατον.
Μετά την επιστροφή αυτή του Κούβου και του Αδάμη, φαίνεται να έγινε δευτέρα σύσκεψις κατά την οποίαν ομοφώνως αποφάσισαν «να τινάξουν το Μοναστήρι στο αέρα», όταν θα έμπαιναν μέσα στη αυλή οι Τούρκοι. Βρέθηκε ένα παράτολμο παλικάρι ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το χωριό Άδελε που πήρε την εντολή αυτή να δώσει φωθιά στην πυριταποθήκη παίρνοντας μαζί του στο θάνατο όσους μπορούσε παραπάνω Τούρκους.
Την ίδια αυτή νύχτα παρουσιάσθηκε και το εξαιρετικό φαινόμενο ολοκλήρου βροχής διαττόντων αστέρων που εξακολουθούσαν να πέφτουν ώρες πολλές. Το φυσικόν δε τούτον φαινόμενον απέδωσαν τότε οι προληπτικοί ως σημείον της μελλούσης καταστροφής.

Τελευταία μέρα
Ο αέρας φυσά μανιασμένος παντού και το ψιλό χιόνι εξακολουθεί να πέφτει αδιάκοπο. Με το πρώτο ρόδισμα της αυγής, με τις πρώτες ακόμη ακτίνες που ο ήλιος της 9ης Νοεμβρίου ρίχνει αντιφεγγίζοντας στις πλαγιές του Ψηλορείτη, ακούεται τρομερός ο κρότος του μεγάλου κανονιού που σκορπάει ρίγη εις των ανυπόμονων πολιορκητών τα πλήθη. Η Σημαία του Σταυρού εξακολουθεί να ριπίζεται προκλητικά πάνω στο ασάλευτο κάστρο των Κρητών.
Οι αγωνισταί εις τας θέσεις των περιμένουν πια η των έξων την βοήθεια ή το τελευταίον άλμα εις την αθανασίαν. Τα νευρομένα και πληγιασμένα από τον αγώνα χέρια των ετοιμοθανάτων, σφίγγοντα αποφασιστικά τις πιάστρες των τουφεκιών είναι έτοιμα να σωριάσουν και πάλι στοίβες τους εχθρούς να κάνουν και πάλι τον υπερόπτη κατακτητή να μετανοήσει σκληρά και την ασύνετη τόλμη του, να δώσουν και πάλι το μεγαλειώδης μάθημα της επικρατήσεως της παντοδυνάμου ψυχής κατά της υλικής βίας.
Τα πάντα πια είναι έτοιμα, οι πολιορκούμενοι έχουν σκάψει δύο υπονόμους, μια προς τη δυτική και μια προς την ανατολική πλευρά. Στην πρώτη ετοποθέτησαν δώδεκα βαρελάκια πυρίτιδος και στη δεύτερη επτά για το σκοπό να τας ανάψουν όταν οι Τούρκοι θα πλησιάζαν προς τα εκεί.

Το πεδινό πυροβόλο από τις πρώτες ακόμη βολές έχει προξενήσει ανεπανόρθωτα μεγάλα ρήγματα στη σιδερένια πόρτα της εισόδου που σπεύδουν οι πολιορκούμενοι να φράξουν όπως μπορούν. Τούρκοι όμως δεν μπορούν να πλησιάσουν γιατί τα εύστοχα πυρά της αμύνης τους κρατούν ακόμη μακριά.

Η Επίθεσις
Αλλά σε λίγο εξαπολύεται από όλες τις μεριές η πρώτη λυσσασμένη επίθεση της ημέρας εκείνης. Ο χείμαρρος των κατακτητών ορμά πίσω από τα προπετάσματα με φανερή την απόφαση να έρλη εις τας χείρας με τους υπερασπιστάς της τιμής, που εξακολουθούν ακόμη να παραμένουν ολόρθοι απάνω στα χαλάσματα του θρυλικού Μοναστηριού. Αλλά σε κάθε νέα εξόρμηση, σε κάθε νέα μανία που αφρίζει γύρω από τη μονή, κεραυνοί ευστόχου πυρός σωριάζουν σε άμορφους όγκους θανάτου τους επιτιθεμένους.
Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά και οι Τούρκοι εξακολουθούν σε αλλεπάλληλα κύματα τας εφόδους των. Από την μια μεριά του Μοναστηριού ως την άλλη τρέχουν γοργά οι πολεμιστές για να αντιμετωπίσουν μικρότερες μάζες επιτιθέμενων, αλλά πάντα προ της κυρίας εισόδου των αγών, διεξάγεται τραχύτερος και δυσκολότερος. Εκεί εκδηλώνεται η κυρίως προσπάθεια της επιθέσεως, σκληρά αποφασιστική αλλά άκαρπος.
Την είσοδο την υπερασπίζει ο ίδιος ο Δημακόπουλος, και γύρω του ξερνούν φώθια και σίδερο τα διαλεκτότερα τουφέκια της αμύνης. Εκεί ευρίσκονται ο γερό Καπετάν Μιχάλης, ο Ντελή Δράκος, ο Αδάμης, ο Βενιανάκης, ο Κούβος, ο Παχλάς, ο Κουτρούλης. Την άλλη δύσκολη μεριά μεριά προς την ανατολική πόρτα την υπερασπίζεται ο ηρωικός Δασκαλάκης με τον Ξάνθο, το Σαουνάτσο, τον Μπεργαδή, τον Αλεβίζο,τον Πρεβελάκη. Το τετράπλευρο κλύεται μετά του Σκουλά και το Χαιρέτη μετά τους οποίους μάχονται οι Μυλοποταμίτες και αντιθέτως τον Πορτάλιο, τον Σκορδίλη και τον λοχία Γιάγκο με τους λίγους εθελοντάς.
Σε κάθε μια από τις πλευρές αυτές είναι διαμερισμένοι οι αγωνιστές, αναλόγως, απ’ όσους στέκουνται ακόμη στο τουφέκι. Σκληρή, πεισματωμένη και πολύνεκρος από την πρώτη στιγμή της ενάρξεώς της η μάχη, έχει φθάσει τώρα εις το κρισιμότερο σημείο. Το γύρω της μονής έδαφος έχει μεταβληθεί σε μια αληθινή κόλαση ανθρωποσφαγής. Η λύσσα των Τούρκων έχει φθάσει τα όρια της παραφροσύνης, και το τέλος του περιπύστου δράματος ζυγιάζεται από τη μια στιγμή ως την άλλη. Ακλόνητοι εις τας θέσις των οι αμυνόμενοι όσο κι αν κτυπούν γρήγορα και ακούραστα σκορπίζοντας το θάνατο γύρω τους όμως δεν προφτάνουν πια να αναχαιτίσουν τον επερχόμενο χείμαρρο.

«Κουράγιο, κουράγιο αδέρφια»
Φωνάζουν οι αντάξιοι αρχηγοί τρέχοντες από το ενός εις το άλλο σημείο της αμύνης για να αντιμετωπίσουν κρισίμους φάσεις του απελπιστικού αγώνος των παλικαριών. Βαριά και σταθερά τα χτυπήματα του πεδινού πυροβόλου βάλοντας εξ εγκιστάτης αποστάσεως έχουν σωριάσει την πόρτα της εισόδου σε συντρίμμια.
Η μέχρις εσχάτων άμυνα της πλευράς αυτής τρομερά αραιωμένη κλονίζεται για μια στιγμή και ένα ισχυρό τμήμα στρατού με γενναίους Τουρκοκρητικούς επικεφαλής κατορθώνουν διασκελίζοντας τους σορούς των πτωμάτων να φτάσει μέχρις της εισόδου και να αρχίσει να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα χαλάσματα.
Οι αρχηγοί αποσύροντες όσα μπορούν τουφέκια από τις άλλες πλευρές της αμύνης, σπεύδουν να φράξουν με τα πυρά τους το επικίνδυνο ρήγμα της εισόδου κρατώντας τους Τούρκους εκτός της αυλής. Εκεί συνάπτεται ένας αγών πρωτοφανούς αγριότητος από αποστάσεως δεκάδος μόλις μέτρων, που κατορθώνει να ανακόψει για λίγο το χείμαρρο αλλά προ της συντριπτικής πιέσεως ο κίνδυνος της εισβολής πολλαπλασιάζεται. Εις την κρισιμότερην εκείνη στιγμή, την αγωνία και την απόγνωση, έρχεται να δώσει τέλος η καταπλήσσουσα γενναιότης του Ντελή Δράκου.

Η έξοδος
Ο ηρωικός πεντακοσίαρχος βλέποντας ότι λίγες ακόμη στιγμές εκρατούσε ο απεγνωσμένος αγών της εισόδου, αποφασίζει να κτυπήσει απέξω τους Τούρκους με αντικειμενικό σκοπό να τους εξαναγκάσει να στραφούν εναντίον του εξασθενούντες στην τρομακτική πίεση για να μπορέσουν οι αμυνόμενοι να φράξουν όπως όπως την είσοδο «Πιάστε να μαχαίρια και να ακλουθάτε μου», κραυγάζει στους γύρω πολεμιστάς ήρεμος και ατάραχος. Και εις την κραυγή αυτή του θρυλλικού ακροβάτου πενήντα παράτολμα παλικάρια αφήνουν τα τουφέκια και πιάνουν τα μακρόσυρτα φοβερά μαχαίρια της εποχής που στα δυνατά χέρια των παλαιών αγωνιστών της Κρήτης έγραψαν τις ηρωικότερες σελίδες που συναρπάζουν και θα μαγεύουν.
Οι ήρωές μας διασκελίζουν αποφασιστικά το μικρό πορτάκι, πέφτουν πάνω στη μάζα των Τούρκων και αρχίζουν ένα φρικτό μακελειό. Επακολουθούν σκηνές απερίγραπτου ηρωισμού, αυτοθυσίας και φρίκης. Τούρκοι και Χριστιανοί ανακατεμένοι μέσα σε ένα σύμπλεγμα θανάτου σωριάζουν τα κομματιασμένα κορμιά στο σκεπασμένο από νεκρούς έδαφος τα αίματα στα αιματοποτισμένα θεμέλια της εισόδου, ενώ στο εσωτερικόν της Μονής ακούγονται απελπιστικές οι φωνές των γυναικοπαίδων. Κείνη τη δύσκολη στιγμή ο ηρωικός Γαβριήλ ευρισκόμενος στην ταράτσα του ηγουμενείου, πάνω ακριβώς από τη δυτική υπόνομο τρέχει για να δώσει φωτιά δεν προφταίνει όμως και μια σφαίρα τον ξαπλώνει νεκρό. Η ψυχή της αμύνης δεν υπάρχει πια. «Ω, αθάνατε Γαβριήλ πόσο υπεράξιος στάθηκες για να διαιωνίσεις του αιματωμένου ράσου σου την παράδοση μέσα εις την πινακοθήκη των αγώνων τους έθνους».

Κατόπιν της ασυγκινήτου αυτοθυσίας των ηρώων η πρώτη εκείνη έφοδος των Τούρκων κάμπτεται στην πιο δύσκολη στιγμή, αλλά όμως ο ηρωικός Ντελή Δράκος μετά των περισσοτέρων παρατόλμων συντρόφων του βρίσκονται τώρα και αυτοί νεκροί ανάμεσα σε ολόκληρα προτειχίσματα τουρκικών πτωμάτων.
Αλίμονον όμως! τα θρυλικά απομεινάρια της ενδόξου αμύνης δεν προλαβάνουν να συνέλθουν από τον πολύνεκρο αγώνα της πρώτης εφόδου, και νέα έφοδος εκδηλώνεται εντονώτερα της πρώτης. Ο Μουσταφά Πασάς ρίπτει νέας δυνάμεις εις τον αγώνα με τελικόν αντικειμενικόν σκοπόν την εισβολή. Λίγοι των στρατιωτών του που δείλιασαν κατά την πρώτη επίθεση, εξετελέσθησαν επί τόπου κατόπιν διαταγής του, και αυτό το γνωρίζουν τώρα τα μπουλούκια βασιβουζούκων που αφηνιασμένα ορμούν για να χαλάσουν τους απερίγραπτους κείνους αμύντορας της τιμής των νεκρών.
Η εισβολή
Οι λίγοι ακόμη πολεμιστές της ενδόξου αμύνης βλέπουν πια καθαρά να προσεγγίζει το τέλος του δράματος. Αποφασισμένοι όμως να εξαγοράσουν ακριβά τη θυσία, παραμένουν, βράχοι ακλόνητοι εις τας θέσεις των αποδεκατίζοντες τους γύρω πολιορκητάς. Έφοδος πάνω στην έφοδο, μανία αντίκρυ στη μανία, πείσμα αντίκρυ στο πείσμα. Ανθρώπινη ανθρωποθάλασσα πάνω στην ανθρώπινη βραχοσειρά εκείνης της αντιστάσεως σκηνές αλλεπάλληλας άγριας προσπάθειας δαιμόνων και μεγαλειώδους επικρατήσεως γιγάντων αποφασισμένων να νικήσουν το θάνατο απάνω από τα δοξασμένα συντρίμμια της Μονής.
Δυο φορές τα βλήματα των κανονιών έχουν ριγμένη κάτω την περήφανα ανεμιζόμενη σημαία που βρίσκεται στο τείχος της εσόδου. Και δυο φορές μια μαυροφόρα γυναίκα αναρριχάται στο οικτρό χάλασμα και με χέρι σταθερό την αναστηλώνει στη βάση της. Είναι η μητέρα του αρχηγού Δασκαλάκη Χαρίκλεια, η αρχηγός και η ψυχή της εγκαρτερήσεως των γυναικοπαίδων της αμύνης.
Περί την 3ην μ.μ. η έφοδος φθάνει στο κατακόρυφο της εντάσεως. Και με μια ακόμη προσπάθεια οι Τούρκοι κατορθώνουν να εκβιάσουν την είσοδο και να βρεθούν στην αυλή. Επανειλημμένες προσπάθειες ανατινάξεως των υπονόμων αποτυγχάνουν γιατί η πυρίτης έχει υγρανθεί από τη βροχή. Ο αγών διεξάγεται τώρα σώμα προς σώμα. Τα γιαταγάνια και τα μαχαίρια ανεβοκατεβαίνουν γοργοκίνητα στα χέρια των αγωνιστών, μέσα σε μια ματωμένη κόλαση φρίκης, μίσους και θανάτου. Από τα κλάουστρα και τα κελιά από κάθε γωνιά και θυρίδα, οι πολιορκούμενοι πυροβολούν ακατάπαυστα πάνω στων εισβολέων το χείμαρρο και η αιματοβαμμένη αυλή γεμίζει με αναρίθμητα κορμιά.
Τριανταεφτά Μυλοποταμίτες εισέρχονται στη μεγάλη Τράπεζα της Μονής, πιάνουν τα παράθυρα και τα μάγουλα της πόρτας, και από εκεί εξακολουθούν ηρωικά μαχόμενοι και τα βόλια των, ξαπλώνουν νεκρούς εκατοντάδες ολόκληρες. Άλλα πενήντα παλικάρια κλεισμένα στην αποθήκη σκορπούν αδιάκοπα το θάνατο στην αυλή που βρίχνεται τώρα πλημμυρισμένη από χιλιάδες Τούρκους. Πέφτουν νεκροί ο ένας μετά των άλλων οι ηρωικοί πολεμιστές τ’ Αρκαδιού, μα όσο λίγα κι αν απομένουν τα τουφέκια που δουλεύουν ισοσταθμίζουν τα αποτελέσματα ολόκληρου στρατού. Ποιο ρόλο μπορούν να παίξουν οι αριθμοί μπροστά στη δύναμη της ψυχής.

Προς της ΑθανασίαΑπό όλες τις μεριές του Μοναστηριού ενεδρεύει ο θάνατος και από παντού ακούονται κραυγές πόνου και αγωνίας και θανάτου. Η πλευρά μόνο της πυριταποθήκης φαίνεται νεκρά και άψυχος. Από εκεί κανένα τουφέκι δεν χτυπά και προς την πλευρά αυτή οι Τούρκοι συρρέουν κατά μάζας. Δυο μάτια όμως ψύχραιμα που τ’ ακτινοβολούν οι φλόγες της εσχάτης αποφάσεως αγρυπνούν μέσα από μια μικρή θυρίδα της πυριταποθήκης. Είναι τα μάτια του Γιαμπουδή που αναμετρά το πλήθος των Τούρκων υπολογίζει και περιμένει! Εκεί βρίσκονται μαζεμένα τα γυναικόπαιδα και πίσω από την αμπαρωμένη πόρτα της αποθήκης μια ομάς αγωνιστών με τα μαχαίρια στο χέρι. Στη μέση ένας σωρός ξεσκέπαστα βαρέλια πυρίτιδος και πάνω από αυτά ο Γιαμπουδής, κρατώντας στα χέρια δυο μπιστόλες. Τα μάθια όλων είναι στραμμένα προς την είσοδο που τη χτυπούν οι Τούρκοι με πελέκια. Η πόρτα τέλος υποχωρεί στα χτυπήματα και μια πάλη απεγνωσμένη συνάπτεται ανατριχιαστική, με τα μαχαίρια. Κι’ όσο προχωρεί το μακελειό, τόσο και πληθαίνουν οι Τούρκοι ζητώντας ο καθένας ν’ αρπάξει το θύμα του. Αλλά ο Γιαμπουδής δεν βιάζεται, περιμένει ακόμη. Θέλει να πάρει μαζί του όσο μπορεί πιο πολλούς. Και σε μία στιγμή που χώνουνται οι Τούρκοι σε πυκνές μάζες ακούονται από παντού οι φωνές των Χριστιανών «Φωθιά, φωθιά Γιαμπουδή». Ο ασύγκριστος ήρως κάνει το σταυρό του, και αδειάζει και τις δυο μπιστόλες του πάνω στα ανοικτά βαρέλια. Μια τρομακτική έκρηξης επακολουθεί που συγκλονίζει απ’ τα θεμέλια το Μοναστήρι ολόκληρο. Και ανάμεσα σε ένα πανδαιμόνιο σατανικών κρότων σε μια κόλαση λάμψεων και αστραπών τινάζεται στον αέρα ολόκληρος ο θόλος της πυριταποθήκης και μια μακρόφωτη φλόγα ανεβαίνει προς τον ουρανό συμπαρασύρουσα εκατοντάδες κομματιασμένα κορμιά.

Ένα μεγάλο, συμπαγές κομμάτι τοίχου, καταπλακώνει από τη δυτική πλευρά κατά μάζες τους Τούρκους και από τα εκσφενδονισθέντα συντρίμμια σκοτώνονται πολλοί γύρω από μια ακτίνα 200 μέτρων.
Η γιορτή της ανατινάξεως ακούεται σε όλες τις γύρω επαρχίες σε βάθος 30 χιλιομέτρων. Ένα πυκνό νέφος καπνού, μεταβάλλει το χώρο του Μοναστηριού σε μια μαύρη κόλαση. Κι όταν το σκότος εκείνο διελύθει παρουσιάσθηκαν τα απαισιότερα τα πλέον μακάβρια συμπλέγματα.
Οι απεγνωσμένοι πάλι τ’ Αρκαδιού περνώντας από τριημέρου το μαρτυρικό δρόμο του Γολγοθά δεν μπορεί να είναι ψηλότερα. Εκεί σταματά η ανθρώπινη δύναμη της θελήσεως. Από κει και πέρα τ’ Αρκάδι εισέρχεται εις την αιωνιότητα, άσπιλο, αμόλυντο και άχραντο, ιερό σύμβολο και άυλο παλλάδιο της ελευθερίας. Αλλ’ άραγε ποιος θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει αντάξια την μεγαλειώδη εκείνη στιγμή της ύστατης θυσίας προς την ελευθερίαν; Ποια σκέψης θα συλλάβει ανάγλυφον όλη την έκταση της φρίκης και ποιο χέρι θα ζωγραφίσει την αποθέωση εκείνης της ηθικής ομορφιάς.
Ω! Αθάνατε Γιαμπουδή! Σεμνόν καύχημα του λαού που πάντα ευλαβικά φέρει στα χείλη το όνομά σου.Η μακρόφωτη φλόγα τ’ Αρκαδιού θα διαλαλεί εις τους αιώνας την ασύγκριτη ομορφιά της πράξεως του.

Μέχρις εσχάτων
Οι Τούρκοι τρομάζουν και καταπλήσσονται. Άφωνοι, ακίνητοι, συνεπαρμένοι από την αποκάλυψη του υπεργήινου οράματος, βλέπουν την τρομερή εκείνη σκηνή το χάνουν και απρακτούν εμπρός της απίστευτου συντριβής. Γρήγορα όμως συνέρχονται από τη σκληρή πραγματικότητα. Λίγοι αγωνιστές που απομένουν ακόμη εξακολουθούν τον αγώνα. Γι’ αυτούς δεν συνέβει τίποτα το παράξενο αλλ΄ εκτυλίσσεται η σκηνή του δράματος όπως ακριβώς ήταν προδιεγραμμένη. «Για την τιμή, για την ελευθερία, μέχρις εσχάτων, μέχρις ενός».
Από τα κελιά την τράπεζα τα χαλάσματα και την αποθήκη εξακολουθεί η αντίστασης μέχρι θανάτου, και τέλος οι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί πολεμιστές πέφτουν μέχρις ενός.
Μόνον δε οι δυο ισχυρές ομάδες της τραπέζης και της αποθήκης παραμένουν ακόμη ζωντανοί, και εξακολουθούν να σκορπίζουν γύρω το θάνατο. Αλλά ο ήλιος φεύγει προς τη δύση του και οι Τούρκοι βιάζουνται να φύγουν μακριά από τη φρίκη εκείνη. Προτείνουν παράδοση στους τριάντα εφτά Μυλοποταμίτες οι οποίοι μάχονται να παραδοθούν αλλά μόνον σε τακτικό στρατό. Ένας αξιωματικός πλησιάζει από το παραθύρι και τους υπόσχεται δίδοντας το λόγο της τιμής του, ότι δεν θα πειραχθούν αν παρατήσουν τον αγώνα και παραδώσουν τα όπλα των. Οι γενναίοι εκείνοι υπερασπισταί του νεκρού πια Αρκαδιού δεν μπορούν να φανταστούν ποτέ ότι ο λόγος τιμής ενός αξιωματικού πολεμιστού που βαστά σαν κι αυτούς παλικαρίσια το τουφέκι δεν είναι ιερός και δυνατός; Ανταλλάσσουν γνώμη μεταξύ τους, αποφασίζουν, και πείθονται να πετάξουν τα όπλα και τα φυσέκια από το παραθύρι. Μόλις όμως τα παλικάρια απόμειναν άοπλα εισέρχονται λυσσασμένοι από τη δίψα της εκδικήσεως οι Τούρκοι και εκεί, ανάμεσα στις σκιές της απελπιστικής αμύνης σφάζουν τους (35) στην τράπεζα. Η παράδοσης αναφέρει ότι το αίμα των ανήλθε σε πολλά εκατοστά από το πλακόστρωτο δάπεδο. Ο θηριώδης αφανισμός των παλικαριών της τραπέζης έσωσε τους άλλους πενήντα της αποθήκης του θόλου, «μεσοκούμια» και των διπλανών κελιών γιατί βλέποντας το φριχτό μακελειό της ατίμου παρασπονδίας, εκράτησαν τους Τούρκους μακριά και δεν εδέχθησαν καμία πρεσβεία να πλησιάσει. Τότε μόνο παραδόθηκαν. Με διαταγή του Μουσταφά Πασά προσήλθε ένας ανώτερος αξιωματικός με ισχυρό τμήμα στρατού που τους επροστάτευσε χωρίς όμως να δεχθούν να πετάξουν τα όπλα. Μέσα σ’ αυτούς ευρίσκοντο ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος, ο οπλαρχηγός Κ. Δασκαλάκης αδελφός του αρχηγού Γ. Δασκαλάκη και ο Ν. Γαληνάκης, οι δύο τελευταίοι είχαν φορέσει ρούχα εθελοντών νομίζοντες ότι φέρουν τη στολήν τακτικού στρατού δεν θα πειραχθούν αλλά θα θεωρηθούν αιχμάλωτοι πολέμου.
Ο Μουσταφά Πασάς όμως τους εξεχώρισε και διέταξε τον τουφεκισμό των, όπως και του Δημακόπουλου.
Κυρίαρχοι πλέον οι Τούρκοι συνέλαβαν πάντας τους επιζήσαντας εκατόν δεκατέσσερις (114) τον αριθμό μεταξύ των οποίων ήσαν πενήντα πέντε (55) άνδρες. Κατέσφαξαν δε πάντας εις το πρόχειρον νοσοκομείον της Μονής ευρεθέντας βαρειά τραυματισμένους. Για να μη γλιτώσει κανείς, ένας θηριώδης Τούρκος οπλαρχηγός διατρέχον την αιματοβαμμένη αυλή και τα κελιά με αναμμένη λαμπάδα ακουμβούσε τη φλόγα εις τους ρώθωνας των εξηπλωμένων εδώ και εκεί Χριστιανών και ανακαλύπτων δια του τρόπου αυτού τους πληγωμένους, τους κατέσφαζε. Ο ναός εσυλήθη και γενικώς η Μονή, την οποίαν όμως δεν κατέστρεψαν παρά την προηγούμενην απειλήν του Μουσταφά Πασά ότι δεν άφηνε «πέτρα πάνω στην πέτρα».
Η αναχώρηση του Μουσταφά
Ο Μουσταφάς Πασάς εγκαταστήσας εις τα πέριξ δεσπόζοντα σημεία τους εις προφυλακάς του διανυκτέρευσεν εις τ’ Αρκάδι. Την επόμενην όμως 10η Νοεμβρίου έσπευσε να φύγει από τον τόπο του μαρτυρίου φοβούμενος δια την υγεία του στρατού εκ της φριχτής δυσοσμίας των πτωμάτων και διότι επληροφορήθη το πλησίασμα σοβαράς δυνάμεως επαναστατών. Πράγματι δε, η μοίρα ηθέλησε να σχολάσει ο γύρω κατακλυσμός μετά το ολοκαύτωμα, και να κινηθούν τότε από όλας τις επαρχίας να σπεύσουν προς το Κορωναίο και τους άλλους αρχηγούς οι επαναστάται συγκεντρωμένα δε τώρα όλα τα σώματα έτρεχαν προς το Αρκάδι για να περισώσουν ότι μπορούσαν και να πάρουν τουλάχιστον εκδίκηση χτυπώντας το στρατό του Μουσταφά.
Έσπευσε λοιπόν ο Μουσταφά Πασάς να επαναφέρει το στρατό του εις το Ρέθυμνο, φοβούμενος μήπως οι επαναστάτες προλάβουν να πιάσουν τα περάσματα και του προξενήσουν καμιά ανεπανόρθωτη συμφορά εκδικούμενοι τ’ Αρκάδι.
Κατά την επιστροφή του κατέστρεψε όλα τα γυρωχώρια.
Μετά την αναχώρηση των Τούρκων κατέβηκαν οι Χριστιανοί και με πολλούς κόπους κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν τους δικούς των και να θάψουν όσους ηδυνήθησαν ανοίγοντας «άρουκλες» κοινώς μεγάλους λάκκους, δεν κατόρθωσαν όμως να ξεκαθαρίσουν το μοναστήρι και πολλές εκατοντάδες πτωμάτων παρέμειναν άταφα δίδοντας μια τέτοια φριχτή δυσοσμία που δεν ηδύνατο για πολύ καιρό να πλησιάσει άνθρωπος στον ιερό εκείνο χώρο από μακρινή απόσταση Ο Σκίνερ επισκεφθείς το Αρκάδι μετά μήναν Μάρτιο του 1867 συνοδευόμενος από την ίδια τη Χαρίκλεια Δασκαλάκη λέγει μεταξύ των άλλων εις το βιβλίο του «Σκληραγωγίαι εν Κρήτη» εισέλθοντες δια της μεγάλης αυλαίας πύλης εν μέρει περιφραγμένης εισέτι, ευρέθημεν αιφνής προς σημείον φριχτών. Εντός της Μονής κείνται πολλαί χιλιάδες πτωμάτων εκτεθεμένων ημιχώσνων ηκριτηριασμένων κεκαυμένων, τούτο δε το φρικώδες θέαμα αναπαριστά εν τη φαντασία εν ημών η πολιορκία. Γυνή της εναγκαλιζομένη παιδίον, προσπαθεί να προφυλάξει αυτό εκ θανάτου, ετέρα δε γυνή έχουσαν όψη έντρομον σωζώμενην και ήδη επί του προσώπου της στρέφει την κεφαλήν προς διαφυγήν τον επερχόμενον θάνατον.
Κρίμα είναι μην υπάρχωσιν εν Κρήτη αιμοβόρα θηρία ίνα επωφελιθώσιν εκ τούτου διότι παν άλλον ή το προτιμότερον ή τοιαύτα σώματα υπό ταύτην φριχτώδη κατάστασην να κάτωνται οίνα καταξηραίνων και υπό των ηλιακών ακτίνων.
Εκ των εννιακοσίων σαραντατριών (943) ψυχομετρικού του βρέθηκαν στην πολιορκία σκοτώθηκαν περί των οκτακοσίων είκοσι, Τούρκοι δε περί τας δύο χιλιάδες.

Επίλογος
Αυτό είναι και έτσι έγινε το μελόδραμα του δοξασμένου Μοναστηριού που συνεκλόνισε την ψυχή του ελληνικού και ολόκληρου του πεπολιτισμένου κόσμου. Στην Κρήτη απάνω συνετέλεσε σε εξαιρετικά να κρατηθεί τρία ολόκληρα χρόνια η επανάσταση του ’66 να πεισμώσει περισσότερο τον αγώνα, να γεμίσει το φρόνημα από εγκαρτέρηση και τας ψυχάς από ελπίδα προς την ελευθερίαν και την ένωση μετά της Ελλάδος.
Ανάλογα αποτελέσματα είχε για τον ελεύθερον ελληνισμό που τον έκαμεν να αποβάλλει τη γνώμη που σχημάτιζε μνία με την καταστροφή του Βαφέ ότι το παν είχε πια τελειώσει και η επανάστασις κατεπνίγει να το συγκινήσει δε ώστε παντού να σχηματιστούν επιτροπαί ενισχύσεως του αγώνος σε τέτοιο σημείο που να δίνεται τις να ειπή αδιστάκτος σήμερα ότι από όλη την αλυσίδα των Κρητικών επαναστάσεων μόνο η επανάσταση του ’66 ήβρε συστηματική και αδιάκοπη βοήθεια της εκ της ελευθέριας της Ελλάδος.
Κατά την τεράστια επίδραση που αληθινά ήρθε να φανερώσει τη νίκη της ηθικής εκείνης ομορφιάς, την είχε εις την Ευρώπη, εις τας Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής. Και ενώ μέχρις τότε τα ξενιτεμένα φιλόστορνα παιδιά της Μητέρας περιέτρεχαν την Ευρώπη χτυπώντας τις πόρτες των ισχυρών της γης ζητώντας εις μάταιον λίγην συνδρομήν, ολίγην ευσπλαχνίαν, ολίγον έλεος για την μαχούμενην σκλάβα πατρίδα του Μίνωος την αντιπαλαίουσα με μια ολόκληρη αυτοκρατορία «Μητρίδα» ζωσμένην από φλόγες και πνιγμένη στο αίμα της, πάντες μετά το περιπίστον δράμα έστρεψαν παρήγορο το βλέμμα προς την σπαρασομένη γη.
Για πολύ καιρό δεν εσχόλησαν αι περιγραφαί και ύμνοι πάνω στο συγκλονιστικό ολοκαύτωμα αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε, να σχηματιστεί ένα σοβαρότατον φιλοκρητικόν ρεύμα. Και όταν η «Γενική Συνέλευση των Κρητών» του Καλλικράτη της 2ας Φεβρουαρίου 1867 απηύθυναν την συγκινητική έκκλησην προς τους πεπολιτισμένους λαούς λέγουσαν «Από τα ψεύδη και τας ωμότητας της Οθωμανικής εξουσίας μάλλον παρά από τας νίκας των αρειμανίων ως λέγει στρατών της απηυδήσας ο Κρητικός λαός, έχει σταθερά απόφασιν να παλεύσει μέχρι εξοντώσεως. Ούτε το θάρρος του, ούτε αι δυνάμεις του εξηντλήθησαν εισέτι, ώστε να βρεθεί στην ανάγκη να επικαλεσθεί επιείκιαν Οθωμανικήν. Οδινάται μόνον βλέπουν ασθενέστατα όντα των ανθρωπίνων κοινωνιών, τας γυναίκας και τα τέκνα του να πίπτωσιν ανωφελή θύματα υπό τη γλωσσοκόπων και εθνοκτόνων μάχαιραν του μωαμεθανισμού και να υφίσταται τας θηριωδεστέρας και αλγεινοτέρας Οθωμανικάς δοκιμασίας και εξίσταται βλέπων την αδιαφορίαν των Χριστιανικών Κρατών γενομένων ούτω συνεργών οιωνεί των τοιαύτων πράξεων.
Ο Κρητικός λαός εις ουδέν λογιζόμενος τας καταστροφάς, ας μέχρι του Δε υπέστη, δε ζητεί άλλο του Χριστιανικού κόσμου ειμή να επέμβει προς την διάσωσιν αθώων όντων, τα οποία ενώ οι του πολέμου νόμοι υπερασπίζονται παρ’άπασι τις εθνέσιν εν Κρήτη φεύγουσιν ίνα ταφώσιν εις τα βάθη των φρεάτων, εις τα ρεύματα των ποταμών και εις στο μέγα σορόν του Αρκαδιού.
Τότε όλοι οι φιλελεύθεροι λαοί ανεστατώθησαν εξαναγκασάντες την Ευρωπαϊκήν διπλωματίαν να κινηθεί προς κατάπαυσιν των δεινών της μαχόμενης Κρήτης. Όσον ασθενής και αν είναι έλεγεν ο λόρδος Στάνλεϋ αξίωσις της ελληνικής κυβερνήσεως ότι μόνο δια της ενώσεως θα δυνηθή να απολαύσει ο λαός της νήσου εννόμου διοικήσεως. Η τοιαύτη αξίωσις θα ευρίσκει πάντοτε ευμενή απήχησιν εφόσον καταπιέζονται οι Κρήτες.
Ανάγκη, λοιπόν, προς άρσιν των παραπόνων να εξείρη η πύλη εξ ιδίας πρωτοβουλίας μέτρα θεραπείας. Ο δε ένθερμος υποστηρικτής και διαπρύσιος κύρυξ της κρητικής υποθέσεως πρωθυπουργός της Ρωσίας Γορτσακόφ έλεγε: «Το πλέον άμεσον και τα επειγόντων των γεγονότων άτινα απασχολούσι κατά την στιγμήν ταύτην την μέριμνα των Ανακτοβουλιανών είναι η Κρητική Επανάστασις. Οιαιδήποτε και αν είναι αι φαινομενική επιτυχία του τουρκικού στρατού θα ήτο παιδαριώδες να αποκρύπτωμεν ότι το δεινιότερο τούτο ζήτημα δεν δύναται να λυθεί. Τας νόθους περί των προνομίων και μετριοπαθούς διοικήσεως, λύσεις της υψηλής πύλης δε δυνάμεθα να θεωρήσομεν κατάστασιν πραγμάτων ειρηνοποιήσεως, αλλά ηθικήν βίαν κατά δυστυχών λαών, τις οποίας εμείς δεν δυνάμεθα να συμμετάσχωμεν.
Τοιαύτη βία θα ήτον αποτροπαία αλλά και ανωφελής. Θα αντηχήσει κατά τρόπον λίαν επικίνδυνον ανά την ανατολή. Και εάν ακόμη επικρατήσει σιγή, επί των ερειπίων της Κρήτης, θα είναι αδύνατον να επιτευχθεί το αυτό αποτέλεσμα εις πάσαν την ηπειρωτικήν περιοχήν,ακόμη εκ των συγκινήσεων της εμμανούς ταύτης πάλης.Πρέπει λοιπόν να ζητήσομεν ετέραν λύση. Εάν αι δυνάμεις επιθυμούν να εξέλθουν της οδού των προσκαίρων και επιπολαίων μέτρων δεν βλέπομεν παρά μίαν και μόνην δυνατήν διέξοδον, την προσάρτισην της νήσου εις το Ελληνικόν Βασίλειον.
Η Κρήτη ως η λοιπή Ελλάς συμμετέχει ενεργώς περί ανεξαρτησίας Ελληνικού αγώνος. Η Συγκατάβασής τις, η οποία ως εκ των υστέρων αποδεικνύεται, υπήρξε συγχρόνως και σφαλέρος υπολογισμός, παρεκίνησε τότε τα Ανακτοβούλια να μη ενώσουν αυτήν μετά του υπόλοιπου Ελληνικού Βασιλείου. Επανορθούντα σήμερον το σφάλμα εκείνο, θέλουσι παγιώσει το έργον του δικαίου και της ειρήνης.
Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Αμερικής αιτίνες μετά του ζωηρού ενδιαφέροντος παρακολουθήσαν εξ αρχής τον αγώνα της Κρήτης και παντοιοτρόπως υπεστήριξαν αυτόν, δεν ηρκέσθηκαν μόνον εις λόγους συμπάθειας, αλλά και εράνους ενήργησαν υπέρ των μαχόμενων Κρητών και τροφάς και ρουχισμόν απέστειλαν και πολεμικά πλοία προς παραλαβήν των γυναικοπαίδων. Προς την Αμερική απηύθυνε η συνέλευσις των Κρητών και σχετικόν ευγνωμοσύνην και ευχαριστίας ψήφισμα συνεδριάσασα εις τις Βρύσες του Αμαρίου. Η φιλελευθέρα Γαλλία ιδιαιτέρως προέχει τις αυτηράς παραστάσεις εν Κωνσταντινουπόλει τονίζουσα ότι «η αδιάκοπως αιματοχησία θα επιδεινώσει την κατάσταση».
Δια του υπουργού της δε μαρκησίου Μουτιέ έλεγε «Πως θα διοικήθει εις το μέλλον η νήσος πώς θα δυνηθή η πύλη να εξαλήψει τας οδυνηράς αναμνήσεις και να διορθώσει τα τόσα κακά. Η ειρήνευσις της Κρήτης δεν είναι πλέον ζήτημα υλικής δυνάμεως ούτε αρκεί να κατακτηθεί η νήσος εκ νέου αλλά να δώσει επαρκής ικανοποιήσις εις τα αιτήματα του Κρητικού Λαού. Γενικώς εις όλην την Ευρώπην και την Αμερικήν η εξέγερσης της δημόσιας συγνώμης υπήρξε τεραστία. Εις το Παρίσι και τας άλλας πόλεις οργανώντο ογκώδης διαδηλώσεις του λαού εθελοντές δε συνέρρεον εις την αγωνιζόμενη υπέρ της ελευθερίας της Κρήτης εκ διαφόρων μέρων του κόσμου και κομιτάτα φιλελληνικά οργανούντο. Εις διαφόρους Ευρωπαϊκάς πρωτευούσας προς συλλογήν παντίων ειδών υπέρ των θυμάτων. Ο μέγας δούκς της Ρωσίας Νικόλαος δίδων το σήμα της ενάρξεως οργανούμενης αναφοράς εν Πετρουπόλει προς συλλογήν χρημάτων δια τον αγώνα είπε οφείλομεν να αναμνήσθωμεν εκείνων, οίτινες, ήσαν οι μόνοι μας σύμμαχοι. Γενναίοι Έλληνες, εθελονταί οι πολεμίσαντες μαζί μας εν Σεβαστούπολει. Προβένω υπέρ των αδελφών μας οι οποίοι εν Κρήτη πάσχουν μετά τόσης γενναιότητος.
Ο Δε Μέγας της Γαλλίας πολίτης, στο καύχημα της Γαλλικής φιλελευθέρας διανοήσεως ο Βίκτωρ Ουγκό απηύθυνε προς τους αγωνιζόμενους Κρήτας τον ανυπέρβλητον εκείνο χαιρετισμό θαυμασμού και εμψυχώσεως. «Οι ηρωικοί Κρήτες έλεγε καταδυναστευόμενοι σήμερον έσεσται νικηταί ενωμένοι, εν τω μέλλοντι. Εμμείνατε! Θέλατε θριαμβεύσει, η αγωνίωδής διαμαρτυρίας είναι ισχύς. Εμμείνατε! Είναι δυνατό να ηττηθή, η καταστολή επαναστάσεως δεν είναι η κατάργηση της αρχής αυτής. Τετελεσμένον ουδέν εκτός του δικαίου, το δίκαιον είναι ακατανίκητον. Τα κύματα των γεγονότων περώσιν υπέράνω αυτού αλλά αυτό επαναφαίνεται. Λαέ της Κρήτης είσαι η ψυχή, Έλληνες της Κρήτης υπέρ ημών έχετε το δίκαιον και τη λογική. Εμμείνατε!». Αυτό είναι τ’ Αρκάδι κι αυτή η τεράστια σημασία της υπέρτατης εκείνης θυσίας που συμβολικά αποτελεί και τον ιστορικό σταθμό της ελευθερίας της Κρήτης. Εάν από του 66 και εδώ η Κρήτη παρέμενε για πολλά χρόνια σκλαβωμένη χωρίς όμως να παύσει ποτέ αντιπαλαίουσα τούτο, ούδε μίαν άλλη σημασία έχειν και ουδαμού άλλου οφείλεται εμεί μόνον εις την συγτριπτικήν υπεροχήν του κατακτητού. Όμως από τη μακρόφωτη λάμψη του Αρκαδιού και εδώ η Κρήτη ουσιαστικά είναι ελεύθερη και στη συνείδηση ολόκληρου του έθνους.
Ο Μιστράλ τερματίζοντας το περίφημο ποίημά του 1848 μετάφραση Παλαμά «Πως γίνεται κανείς ελεύθερος» λέγει:
Ω εσείς που κλαίτε σκλαβωμένοι μην ελπίζετε όποιου χτυπάει η καρδιά δυνατός είναι και ήρωας για την αλήθεια και στη θυσία περνά. Αίμα κι αν θέλεις να είσαι ελεύθερος γιατί από αίμα τίμιο ανάβλυζε και η ελευθερία. Ένας λαός ποτισμένος με το φαρμάκι της σκλαβιάς τόσων αιώνων αλύγιστος όμως που πολεμά αδιάκοπα τον αγώνα της ύστατης θυσίας και τέλος νικά μέσα από τη συντριβή δεν μπορεί παρά να είναι άξιος της ελευθερίας του. Και η μεγαλόπνοη άμυνα του Αρκαδιού σκεπάζει με άφθαρτη δόξα αρχηγούς και στρατιώτας, άνδρας και γυναίκας γιατί κανείς δεν υπήρξε του άλλου κατώτερος. Η συγκλονιστική αυτοθυσία συμβολίζουσα τους παραλλήλως και την υπέρτατην Ιδεολογίαν του ηθικού ενός λαού τα πάντα ρίπτοντος εις την χάριν της ελευθερίας του, όχι εις την επιφάνειαν αλλά εις το βάθος εξεταζομένη, δεν είναι πράξις απλώς πατριωτική αλλά ευρύτερα κοσμοπολίτικας αλλα ευρυτέρας κοσμοπολίτικας σημασίας που συγκινεί, συναρπάζει και διδάσκει. Άλματα ηρωών, προς την άβυσσο, εκσφενδονίσεις υπάρξεων προς το χάος, εθελούσιαν πορεία προς την ανυπαρξία, σταθμοί ιστορικοί του έθνους, σελίδες χρυσές, θεάματα θεία και μεγαλόπρεπα που ξεκινούν από το βάθος των Θερμοπυλών του Λεωνίδα περνούν από το Βατερλό του Παλαιολόγου του κιούγγι, του Σαμουήλ, το χορό του Ζαλόγγου, το Δαυλό του Καψάλη και φτάνουμε στ’ Αρκαδιού το Ολοκαύτωμα. Διδάγματα ανυπέρβλητα χάριν της επιβιώσεως της ηθικής ιδέας εις τας συνειδήσεις των επιγεγομένων. Χάριν του δικαιώματος του σεβασμού προς την ανωτερότητα του ανθρώπινου προορισμού χάριν αυτού του πνεύματος της δικαιοσύνης που αποτελεί το ισοζύγιο της πλάστιγγος της θείας οικονομίας της ζωής.
Αρκάδι, Αρκάδι! Η ύστατη φάσις ενός αγώνος που σβήνει μέσα εις την συντριβή με τις αναλαμπές της ηθικής νίκης. Η τελευταία σύνθεσις της ζωής από τα σκόρπιαν και άμορφα στοιχεία μιας αβύσσου. Η μεγαλειώδης απολογία της υπερηφάνου ψυχής ενός λαού που δεν εγνώρισε ποτέ τι ήταν και δεν δύναται να συγχωρήσει την ταπείνωση. Η έσχατη περιφρόνηση προς τη ζωή που δεν έχει πια λόγον υπάρξεως. Η ευγενεστέρα κατάρτισης μιας φυλής ενδόξου παραδόσεως που είχε ζήσει κυρίαρχος και δεν εννοεί να ζήσει δούλη.
«Ω, αθάνατοι της ελευθερίας ιδεαλισταί. Δυνατοί και απείραχτοι από τα χρόνια πανύψηλοι και αιματωμένοι διαβαίνετε τώρα προς τον αιώνιον θαυμασμόν των γενεών! Και σε κάθε δειλινό που ο ήλιος γέρνει για να στολίσει με χρυσάφι τον ιερόν βωμό της θυσίας Σας, η φλογέρα του ειρηνικού βοσκού διαλαλεί γλυκόφωνα τον καημό και το θρύλο ενός Γιαμπουδή, ενός Γαβριήλ, ενός Βενιανού και ενός Ντελή Δράκου. Και αγναντεύοντας το ανυπότακτο Αρκάδι, δυνατός και ωραιόκορμος πάντα ο Κρητικός θα ψάλλει στη μνήμη σας:
Κρήτη μου τ’ άγιο χώμα σου
Με τη βελόνα σκάψεις
Αίμα παλικαριού θα βρεις
Κόκαλα θα ξεθάψεις».
Πηγή : Πολιτιστικός Οργανισμός Ρεθύμνου

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.