Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007

2007 - Πανηγυρικός από Άννα Παπαδάκη- Χαριτάκη

Σεβασμιώτατε Πανοσιολογιότατε Άγιε Ηγούμενε της Ιεράς Μονής Αρκαδίου Εξοχότατε κ. Υπουργέ, εκπρόσωπε της Κυβέρνησης Αξιότιμε κ. Αρ... thumbnail 1 summary
Σεβασμιώτατε
Πανοσιολογιότατε Άγιε Ηγούμενε της Ιεράς Μονής Αρκαδίου
Εξοχότατε κ. Υπουργέ, εκπρόσωπε της Κυβέρνησης
Αξιότιμε κ. Αρχηγέ της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης
Κύριε Νομάρχη
Κύριε Δήμαρχε του Δήμου Αρκαδίου Κύριοι Δήμαρχοι
Κύριοι εκπρόσωποι των πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών Κυρίες και Κύριοι

«Τα Κρητικά τα χώματα με τη βελόνα αν σκάψεις, αίμα παλικαριών θα βρεις, κόκκαλα θα ξεθάψεις».

Πουθενά αλλού δεν ηχούν τόσο ρεαλιστικά τα παραπάνω λόγια απ' ό,τι εδώ, στο Αρκάδι. Εδώ, που στ' αλήθεια ψηλαφούμε την ιστορία. Εδώ, που οι ψυχές των κομματιασμένων υπερασπιστών του τριγυρίζουν ακόμη ανάμεσα στα ερείπια, βαδίζουν δίπλα μας, κατοικούν μαζί με τα χελιδόνια που σπαθίζουν τον ορίζοντα ως το βάθος του ουρανού. Κάθε φορά που ανηφορίζουμε στο Αρκάδι, το Μοναστήρι και η γύρω περιοχή μας υποδέχονται συγκρατημένα, επίσημα, σοβαρά και κάνουν την καρδιά μας να χτυπά με συγκίνηση. Το τοπίο, αυστηρό κα λιτό, προσθέτει τη δική του νότα σε όσους ζητούν να ξαναγεννηθούν.
Το Μουσείο, με τα ανεκτίμητα κειμήλιά του, απέριττο, σχεδόν φτωχικό, το Ηρώο με τα κρανία γεμάτα σπαθιές, μάρτυρες μιας φρίκης που δεν ξεπερνιέται με το χρόνο, η Τράπεζα του Μοναστηριού με τα σημάδια των μαχαιριών που κατέσφαξαν τους υπερασπιστές της, όλα κοντινά μας, πάλλουν από ολοζώντανη Ιστορία, που πολλοί λαοί θα ήταν ευχαριστημένοι αν είχαν και το ένα δέκατο από αυτήν και θα την είχαν υπερβολικά προβάλει
Είναι αδύνατον λοιπόν, να προσεγγίσουμε το δράμα του Αρκαδιού με ψυχραιμία, αλλά μόνο με ψυχή τρεμάμενη από συγκίνηση και κατάνυξη.
Έτσι, κλείνουμε τα μάτια του κορμιού μας για να μπορέσουν τα μάτια της ψυχής να διακρίνουν καθαρότερα και να θυμηθούν εκείνες τις φοβερές μέρες:
Η Κρήτη το 1866 είναι ακόμη σκλαβωμένη στους Τούρκους. Οι αγώνες της στην Επανάσταση του 1821 δεν την ελευθέρωσαν, γιατί έτσι ήθελαν τα συμφέροντα των «Προστάτιδων Δυνάμεων». Έτσι, οι Κρητικοί συνέχισαν να μάχονται μόνοι για την πολυπόθητη λευτεριά και την Ένωση με τη Μάνα - Ελλάδα.
Η σπουδαιότερη Κρητική Επανάσταση είναι αυτή του 1866 - 69, που αιτία της στάθηκε η άρνηση των Τούρκων να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν υποσχεθεί το 1858. Όταν ο Σουλτάνος απέρριψε την έγγραφη διαμαρτυρία των Κρητικών, αυτοί δεν είχαν τίποτε άλλο παρά τα όπλα τους και την ψυχή τους.
Και «πιάνουν πάλι το ντουφέκι». Αυτή τη φορά έχουν για αντίπαλο τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, τον «Γκιριτλή» (=Κρητικό) ενώ βοηθός των Κρητικών σπεύδει, τον Σεπτέμβρη του 1866, ο Συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Πάνος Κορωναίος, επικεφαλής μιας ομάδας Εθελοντών. Αυτή είναι η μόνη βοήθεια που μπορεί να στείλει η Ελλάδα στην κόρη της που αγωνίζεται,.
Ο Κορωναίος συναντά στο Αρκάδι την Επαναστατική Επιτροπή και πολύ λαό, που είχε καταφύγει εκεί, για να γλυτώσει τις Τουρκικές επιδρομές στα χωριά. Όταν ο Κορωναίος εκφράζει την άποψη ότι το Αρκάδι δεν προσφέρεται για άμυνα, η Επιτροπή, με επικεφαλής τον Ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη, αρνείται να φύγει.
Έτσι, ο Κορωναίος αποχωρεί από το Μοναστήρι, αφήνοντας φρούραρχο εκεί τον νεαρό ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο.
Ο Μουσταφά Πασάς ξεκινά για το Αρκάδι με 15 χιλιάδες τακτικό και άτακτο στρατό και 30 κανόνια και βρίσκεται μπροστά, στο μοναστήρι την Τρίτη το πρωί, στις 8 Νοεμβρίου. Απέναντι του υπάρχουν 964 ψυχές, από τους οποίους 259 οπλισμένοι άντρες και οι υπόλοιποι γυναικόπαιδα. Ψυχές που ξέρουν το ανέλπιδο του αγώνα, μα που προτιμούν να πεθάνουν, γιατί έμαθαν να ζουν λεύτερες.
Το πρωί εκείνης της μέρας βρήκε τους πολεμιστές και τα γυναικόπαιδα στη Θεία Λειτουργία της γιορτής των Ταξιαρχών. Ιερείς και εκκλησίασμα βαδίζουν μαζί προς το μαρτύριο.
Οι πολεμιστές πιάνουν τις θέσεις τους. οι Τούρκοι τους καλούν να παραδοθούν. Την απάντηση δίνουν τα όπλα. Το δράμα του Αρκαδιού αρχίζει...
Οι γυναίκες κουβαλούν στους πολεμιστές σφαίρες και νερό. Γρήγορα, τα γύρω της μονής στρώνονται με τούρκικα κορμιά. Η σκοτεινή και βροχερή νύχτα του Νοέμβρη σκεπάζει το πεδίο της φονικής μάχης. Τα όπλα σιγούν για λίγο. Σε πολεμικό συμβούλιο αποφασίζεται να ζητήσουν βοήθεια από τον Κορωναίο  - βρίσκονται «εν βία μεγίστη» - η βοήθεια αυτή δεν θα φτάσει ποτέ.
Η καμπάνα της εκκλησίας καλεί τους πιστούς για τελευταία φορά. Πολεμιστές, γέροι, γυναίκες, παιδιά μεταλαβαίνουν σαν ετοιμοθάνατοι.
Ξημερώνει η ενάτη Νοεμβρίου. Οι Τούρκοι, που έχουν καταλάβει ότι οι πολιορκημένοι δεν είναι εύκολοι αντίπαλοι, έχουν φέρει από το Ρέθυμνο δύο βαριά το ένα ήταν γνωστό με το όνομα «Μπομπάρδα Κουτσαχείλα». Η Δυτική Πύλη γκρεμίζεται και υποχωρεί. Ο κρότος των κανονιών και των όπλων, οι άγριοι αλαλαγμοί των Τούρκων, οι κραυγές των  γυναικόπαιδων δημιουργούν ένα πανδαιμόνιο που συγκλονίζει όλη την περιοχή. Αλλεπάλληλες έφοδοι των Τούρκων αποκρούονται με μεγάλες απώλειες. Τα πολεμοφόδια εξαντλούνται, τα περιθώρια στενεύουν, το δράμα πλησιάζει στην κορύφωσή του.
Οι Τούρκοι ορμούν στον περίβολο της μονής και αρχίζει η μάχη σώμα με σώμα. Λόγχες, γιαταγάνια, κρητικά μαχαίρια βυθίζονται σε ανθρώπινες σάρκες. Δίνεται το σύνθημα της γενικής εφόδου και η αυλή της Μονής πλημμυρίζει τουρκικά φέσια.
Τα γυναικόπαιδα είναι συγκεντρωμένα στην μπαρουταποθήκη. Ο ηγούμενος Γαβριήλ είναι νεκρός. Τότε ο Κωστής Γιαμπουδάκης, ένας ψυχωμένος πολεμιστής από το Άδελε, σταθμίζει τις συνέπειες και επωμίζεται την μεγάλη ευθύνη που ταιριάζει σ' εκείνη την ώρα. Ανακοινώνει την απόφασή του να ανατινάξει την μπαρουταποθήκη και καλεί όλους να αποφασίσουν ελεύθερα. Κανείς δεν φεύγει. Δεν χρειάστηκε να σκεφτούν για ν' αποφασίσουν. Δεν ήξεραν πολλά γράμματα, μα η καρδιά τους μπορούσε να ξεχωρίζει τις αξίες που δίνουν στον άνθρωπο την ανθρώπινή του ιδιότητα: Ελευθερία, αξιοπρέπεια, τιμή.
Ο Γιαμπουδάκης, με την πιστόλα στο χέρι, περιμένει να μαζευτούν όσο το δυνατόν περισσότεροι Τούρκοι και την κατάλληλη στιγμή πυροβολεί το μπαρούτι, ανάβοντας τον Πυρσό της Λευτεριάς που θα φωτίσει όλη την Οικουμένη .
Η νύχτα πέφτει και τραβά την αυλαία του δράματος. Ο επίλογός του είναι τραγικός. 864 σκοτωμένοι, σφαγμένοι, ανατιναγμένοι. 114 αιχμάλωτοι και μόνο 3-4 που κατόρθωσαν να γλυτώσουν. Μα και οι Τούρκοι έχουν 1.500 νεκρούς και τραυματίες.
-          Τι νόημα έχει, αλήθεια, ο πόλεμος όταν από τα πριν ξέρεις πως είναι χαμένος; Μπορεί άραγε μια ήττα να μετατραπεί σε νίκη;
Το ολοκαύτωμα του Αρκαδιού, αντί να κλείσει το «Κρητικό ζήτημα», άνοιξε τις κλειστές πύλες της Ευρωπαϊκής διπλωματίας. Η πύρινη φλόγα του ξεσήκωσε τα προοδευτικά πνεύματα της Ευρώπης που κινήθηκαν για την λύση του Κρητικού ζητήματος. Η λευτεριά της Κρήτης από το Αρκάδι.
-          Στην εποχή μας τη φτωχή σε ιδέες, με τις αξίες όλες καταρρακωμένες, τι μήνυμα μπορεί να εκπέμπει μια τέτοια γενναία πράξη; Πώς γράφουν μέσα μας στιγμές που κάνουν τον άνθρωπο να πιστεύει ακόμη στην αξιοπρέπειά του να νιώθει στην ψυχή του φτερουγίσματα;
-          Το Αρκάδι οφείλουμε να το πλησιάζουμε με τρικυμισμένη ψυχή, με ματωμένα μάτια. οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν εκεί δεν ήταν διαφορετικοί από μας. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι ήταν. Είχαν κι αυτοί αδέλφια, παιδιά, συγγενείς, φίλους, είχαν τα χωραφάκια τους, τη μικρή τους περιουσία. κι είναι δύσκολο να αποχωρίζεσαι τα πράγματα που αγαπάς, επειδή αποφασίζεις να πεθάνεις.
Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι διάλεξαν με ελεύθερη βούληση, αβίαστα, να πεθάνουν, γιατί κατάλαβαν πως ζωή χωρίς λευτεριά σημαίνει ηθικός αφανισμός και επειδή αυτό τους είχε διδάξει η ιστορία της πατρίδας τους της Κρήτης.
Έχει αξία να βλέπεις την Κρητική φύση μόνο όταν είσαι λεύτερος να τη χαρείς. Αλλιώς, καλύτερα να πάψεις να ζεις. Γιατί, όπως λέει ο Καζαντζάκης «η ελευτερία είναι το πιο ακριβαγόραστο αγαθό  δε δίνεται δωρεάν μήτε από τον άνθρωπο μήτε από το Θεό πηγαίνει από χώρα σε χώρα, όπου τη φωνάζουν, από καρδιά σε καρδιά, ανύπνωτη, ανυπόταχτη, χωρίς συμβιβασμό»
-          Θα ήταν κοινότοπο να πούμε, εμείς, σήμερα, πως θα προσπαθήσουμε να μοιάσουμε σ' αυτούς τους ήρωες. Τα μεγάλα λόγια δεν μετρούν μπροστά σε τέτοιες πράξεις και ιδιαίτερα σε μέρες αντι-ηρωϊκές, σαν τις σημερινές , που ο τόπος μας βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για πράξεις και συμπεριφορές ατόμων που απέχουν από τα ιδανικά για τα οποία θυσιάστηκαν στο Αρκάδι οι ήρωες που ήρθαμε να τιμήσουμε σήμερα. Θα ήταν ίσως αρκετό αν τους σκεφτόμαστε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, κάποιες ώρες που έχουμε ανάγκη να ξεγυμνώσουμε τον εαυτό μας από κάθε τι που μας μικραίνει, και να ξαναβαφτιστούμε αγνοί στην αυθεντική ζωή που μας κάνει Ανθρώπους.
Μόνο τότε το ολοκαύτωμα του Αρκαδιού θα'ναι η αιτία που θα κάνει την καρδιά μας να χτυπά ζωηρότερα για την τιμή αλλά και την ευθύνη που μας έλαχε να' μαστε Κρητικοί. Μόνο τότε οι ήρωες θα μπορούν να χαμογελούν δικαιωμένοι εκεί που βρίσκονται επειδή η θυσία τους, δεν θα έχει πάει χαμένη.
Η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε από την Άννα Παπαδάκη- Χαριτάκη την 8.1 1.2007 στο Αρκάδι.




Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.