Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2003

2003- Α’ Βραβείο μαθητών Γυμνασίου

Εγώ στην ανατίναξη του Αρκαδιού Ξύπνησα από τον ήλιο που μου θάμπωνε τα μάτια και από το θόρυβο που άκουσα γύρω μου. Για μια στιγμή το θέ... thumbnail 1 summary
Εγώ στην ανατίναξη του Αρκαδιού

Ξύπνησα από τον ήλιο που μου θάμπωνε τα μάτια και από το θόρυβο που άκουσα γύρω μου. Για μια στιγμή το θέαμα που αντίκρισα με σάστισε τόσο πολύ, που με έκανε να ξανακλείσω τα μάτια μου τρομαγμένος.

-Βασιλη, είπα δίνοντας κουράγιο στον εαυτό μου, δεν ονειρεύεσαι. Βρίσκεσαι μέσα στην αυλή της Μονής Αρκαδίου περιστοιχισμένος από ψηλά κυπαρίσσια και μυρίζοντας το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών.
Ο αέρας, όμως, φέρνει και μια άλλη αποπνιχτική μυρωδιά, ανάμεικτη από μπαρούτι και αίμα..

Είναι 8 Νοεμβρίου 1866. Κόσμος πάει και έρχεται μέσα στα κελιά του μοναστηριού με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.

Οι γυναίκες κλαίνε κι αγκαλιάζουν τα παιδιά τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα τα σώ¬σουν από τον κίνδυνο που παραμονεύει.
Οι άντρες, ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά τους, ετοιμάζονται για μάχη. Ακονίζουν τα σπαθιά τους και γεμίζουν τα όπλα τους. Ξέρουν καλά ότι οι Τούρκοι είναι αδίστακτοι και άγριοι.

Πρέπει, λοιπόν, να πολεμήσουν σκληρά για να σώσουν ό,τι πιο ιερό υπάρχει γι’ αυτούς: οικογένεια, πατρίδα, θρησκεία, αξιοπρέπεια!
Παίρνω κι εγώ ένα σπαθί και μπαίνω στην ομάδα των ηρωικών πολεμιστών. Η καρδιά μου πάει να σπάσει από την αγωνία. Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα. Νιώθω φόβο και οργή συνάμα. Φόβο για τη ζωή μου και οργή για τον εχθρό που έρχεται με τη βία να καταπατήσει τα ιερά μας χώματα.
Με την επίθεση, όμως, το πρώτο συναίσθημα σβήνει. Τα μάτια αγριεύουν, η αναπνοή γίνεται αργή και δύσκολη. Μόνο θόρυβος ακούγεται.
Οι νεκροί που πέφτουν δίπλα μου με κάνουν να πολεμάω με μεγαλύτερο πείσμα. Ο αγώνας όμως είναι άνισος. Οι Τούρκοι είναι μυριάδες. Τα πυρομαχικά μας τελειώνουν. Αχ, και να γινόταν ένα θαύμα!

Ξαφνικά όλα σταματούν. Μια ελπίδα γεννιέται μέσα μου. Μήπως έφυγαν;
Η κακή είδηση δεν αργεί να ακουστεί από τα χείλη όλων. Οι Τούρκοι ζητούν την παράδοσή μας.
Όμως όλοι με μια φωνή αποφασίζουμε να αρνηθούμε. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς ελευθερία. Θα πολεμήσουμε μέχρι τέλος.
“Ελευθερία ή θάνατος”
Νιώθω τον ιδρώτα να κυλάει πάνω στο πρόσωπό μου και το αίμα μου να βράζει.
Τριάντα τουρκικά κανόνια αρχίζουν να κτυπούν το μοναστήρι. Οι Τούρκοι ρίχνουν την πύλη και μπαίνουν μέσα στον περίβολο.
Ο ηγούμενος Γαβριήλ μας προστάζει να μπούμε στην πυριτιδαποθήκη. Κάνουμε την τελευταία λειτουργία και ζητούμε από τον Κύριο τη συγχώρεση όλων μας.
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο χώρο του μοναστηριού, ο καπετάν Γιαμπουδάκης ανατινάζει τα πάντα στον αέρα…

Αισθάνομαι να πετάω. Τι ζάλη είναι αυτή που με έπιασε; Τι μαυρίλα σκεπάζει το φως μου;
Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω ότι είμαι στο δωμάτιό μου. Απέναντί μου ένα ημερολόγιο με την εικόνα του μοναστηριού. Από κάτω η μαντινάδα:
Τα κρητικά τα χώματα με τη βελόνα αν σκάψεις
αίμα παλικαριών θα βρεις κόκαλα θα ξεθάψεις

Α’ Βραβείο μαθητών Γυμνασίου στο διαγωνισμό που προκήρυξε η Νομαρχία Ρεθύμνου με θέμα “Εγώ στην ανατίναξη του Αρκαδίου” (Νοέμβριος 2003) και αξιολογήθηκε από Επιτροπή του Συνδέσμου Φιλολόγων Ρεθύμνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.